Τι σημαίνει το crop στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης crop στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του crop στο Αγγλικά.
Η λέξη crop στο Αγγλικά σημαίνει καλλιέργεια, σοδειά, φουρνιά, μαστίγιο, αγορίστικα, αφθονία, κλαδεύω, κόβω, κόβω, κουρεύω, πρόλοβος, κόβω, εμφανίζομαι, ανακύπτω, μεγάλη σοδειά, μεγάλος αριθμός, βιομηχανική καλλιέργεια, αφρόκρεμα, αγρογλυφικό, ψεκαστικό αεροσκάφος, κακή σοδειά, σημείο κοπής, εναλασσόμενη καλλιέργεια, απόδοση καλλιέργειας, ψεκασμός, τελευταία φουρνιά, νέα φουρνιά, τελευταία σοδειά, μαστίγιο, ριζώδες λαχανικό, χειμερινή σοδειά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης crop
καλλιέργειαnoun (farming: [sth] cultivated) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Grandmother's farm always bore crops of corn and tomatoes. Το αγρόκτημα της γιαγιάς είχε πάντα καλλιέργειες καλαμποκιού και ντομάτας. |
σοδειάnoun (farming yield) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) This year's corn crop was poor after the torrential summer rains. Η σοδειά (or: συγκομιδή) καλαμποκιού αυτής της χρονιάς ήταν φτωχή μετά τις καταρρακτώδεις βροχές του καλοκαιριού. |
φουρνιάnoun (figurative (group of [sth]) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) This year we have a fine crop of new basketball players. Τη χρονιά αυτή έχουμε μια καλή φουρνιά από νέους μπασκετμπολίστες. |
μαστίγιοnoun (whip) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) If the horse refuses to walk, just use the crop. |
αγορίστικαnoun (short hairstyle) (γυναικεία μαλλιά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Angie has blonde hair cut in a stylish crop. |
αφθονίαnoun (figurative (abundance of [sth]) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) He was proud of his crop of curly black hair. |
κλαδεύωtransitive verb (cut off parts of a plant) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The gardener cropped the hedges neatly. |
κόβωtransitive verb (remove or trim) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The photographer cropped the photo so it would fit in the frame. |
κόβω, κουρεύωtransitive verb (cut hair close to the scalp) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The barber cropped the man's hair. Ο μπαρμπέρης έκοψε τα μαλλιά του άντρα. |
πρόλοβοςnoun (part of bird's digestive tract) (επίσημο: ανατομία πτηνού) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) A bird's craw is used to store food before digesting it. |
κόβωphrasal verb, transitive, separable (eliminate: from an image) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εμφανίζομαι, ανακύπτωphrasal verb, intransitive (informal (appear suddenly) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Problems started cropping up when we installed the new software. Όταν εγκαταστήσαμε το νέο λογισμικό άρχισαν να εμφανίζονται (or: να ανακύπτουν) προβλήματα. |
μεγάλη σοδειάnoun (large harvest) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I have a bumper crop of rabbits this year; I would have preferred the lettuces I planted! |
μεγάλος αριθμόςnoun (figurative, informal (large quantity) |
βιομηχανική καλλιέργειαnoun (agricultural crop grown for money) In many countries subsistence farmers have turned to producing cash crops. My cash crops pay the bills but I also grow things for my own pleasure and for prestige. Σε πολλές χώρες οι αυτάρκεις καλλιεργητές έχουν στραφεί στις βιομηχανικές καλλιέργειες. Οι βιομηχανικές καλλιέργειές μου καλύπτουν τα έξοδά μου αλλά καλλιεργώ επίσης άλλα πράγματα για την προσωπική μου ευχαρίστηση και για λόγους γοήτρου. |
αφρόκρεμαnoun (figurative (best, elite) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Only the cream of the crop will make the Olympic rowing team. |
αγρογλυφικόnoun (pattern in field) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ψεκαστικό αεροσκάφοςnoun (plane that sprays pesticide) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) A crop duster was working on the field behind her house. |
κακή σοδειάnoun (poor agricultural harvest) Widespread drought in India has increased the risk of crop failure this year. |
σημείο κοπήςnoun (printing: shows where to trim) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) The crop marks show the exact size of the page. |
εναλασσόμενη καλλιέργειαnoun (alternating crops grown in an area) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
απόδοση καλλιέργειαςnoun (agricultural output) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ψεκασμόςnoun (spraying of pesticides) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
τελευταία φουρνιά, νέα φουρνιάnoun (figurative (latest batch or selection) The college's current crop of freshmen come from 47 states and 18 nations. |
τελευταία σοδειάnoun (most recent harvest) |
μαστίγιο(riding whip) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ριζώδες λαχανικόnoun (crop grown for edible roots) Beetroot and carrots are both root crops. |
χειμερινή σοδειάnoun (food grown for harvest in winter) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του crop στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του crop
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.