Τι σημαίνει το cross στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης cross στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cross στο Αγγλικά.
Η λέξη cross στο Αγγλικά σημαίνει διασχίζω, περνάω, περνώ, διασταυρώνομαι, σταυρώνω, σταυρώνω, χι, σταυρός, o Σταυρός, διασταύρωση, θυμωμένος, οριζόντιος, τεμνόμενος, σταυρός, διασταύρωση, κάθετη πάσα, κροσέ, μαρτύριο, διασταυρώνομαι, συναντάω, συγκρούομαι, κάνω διγράμμιση, διασταυρώνω, προκαλώ, διαγράφω, αποκλείω, διαγράφω, αλλάζω στρατόπεδο, περνάω στο στρατόπεδο, διασταυρώνομαι, σπάω τα σύνορα, μεταπηδώ σε κτ, γνωρίζω απήχηση, έχω απήχηση, Τάγμα της Τιμής, Τάγμα της Τιμής, σε αντιπαράθεση, σταυρωτός, διασταυρώνομαι, πηγαινοέρχομαι, ταξιδεύω πέρα δώθε σε κτ, διασταυρωμένος, ανώμαλος δρόμος, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, ορκίζομαι στη ζωή μου, ορκίζομαι να πεθάνω, παραπομπή, παραπέμπω σε κτ, παραπέμπω σε κτ, αντιπροσωπευτικό δείγμα, ποικιλία, ποικιλομορφία, διατομή, κάθετος δρόμος, ξεπερνάω τα όρια, περνώ το κατώφλι, ξεπερνώ όριο, ξεπερνώ το όριο, ελλειπτικό μηχάνημα, περνώ από το μυαλό, διασυνοριακός, διακατηγορικός, διασταυρώνω, διασταύρωση, διηπειρωτικός, ανώμαλος, αντοχής, από το ένα άκρο της χώρας ως το άλλο, στην εξοχή, αγώνας ανώμαλου δρόμου, σκι αντοχής, διαπολιτισμικός, διαθεματικός, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, οριζόντιο θέμα, διεπιστημονικός, ντύνομαι με ρούχα του αντίθετου φύλλου, παρενδυτικός, παρενδυσία, εξετάζω κπ κατ' αντιπαράσταση, αλλήθωρος, σταυρεπικονίαση, αλληλεπίδραση, διαλειτουργικός, διαλειτουργικός, διατμηματικός, οκλαδόν, διακομματικός, κάνω διασταυρωτή επικονίαση σε κτ, κάνω διασταυρωτή επικονίαση, διασταυρούμενη επικονίαση, αντικρουόμενα συμφέροντα, παραπέμπω σε κτ, διατομεακός, σταυρόμορφος, σταυροβελονιά, σταυροβελονιά, κεντώ σταυροβελονιά, κάνω σταυροβελονιά σε κτ, κεντώ κτ με σταυροβελονιά, εκπαιδεύω κάποιον σε διαφορετικούς τομείς, εκγύμναση με ελλειπτικό μηχάνημα, εκπαίδευση εργαζομένων σε διαφορετικούς ρόλους, ημίαιμο, υβρίδιο, κόβω εγκάρσια, εναλάσσω, εναλάσσω, υποτείνουσα, παράλληλο μοντάζ, κομμένος εγκάρσια, συνδεδεμένος, οριζόντιος, σταυρόνημα, γραμμοσκίαση, μεσότιτλος, ζύγωμα, σταυρός, ζύγωμα, δοκάρι, παρεμβολή, κουβέντα, κουβεντούλα, έξυπνος διάλογος, Μην περνάτε, Μην διασχίζετε, είμαι πολύ προσεκτικός, είμαι πολύ σχολαστικός, προδίδω, προδοσία, θυμώνω, είδος σταφιδόψωμου με μπαχαρικά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης cross
διασχίζωtransitive verb (go across) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He crossed the street when the traffic stopped. Πέρασε τον δρόμο όταν σταμάτησε η κυκλοφορία. |
περνάω, περνώtransitive verb (go over: a line, border) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) When overtaking, do not cross the solid white line in the centre of the road. |
διασταυρώνομαιtransitive verb (intersect, meet) (με κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) It is at the intersection where Addison Street crosses Sheridan Road. Είναι στη διασταύρωση όπου η οδός Άντισον συναντάει την οδό Σέρινταν. |
σταυρώνωtransitive verb (overlay: lines, sticks) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cross the vertical line with a horizontal one to write the letter "t". Τμήστε την κάθετη γραμμή με μια οριζόντια, για να σχηματίσετε το γράμμα “t”. |
σταυρώνωtransitive verb (overlay: body parts) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) It's comfortable to cross your legs when you sit. Είναι βολικό να σταυρώνεις τα πόδια σου όταν κάθεσαι. |
χιnoun (x symbol) (σύμβολο) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) The cross on the graph indicated the current number of residents. Ο σταυρός στο διάγραμμα έδειχνε τον τωρινό αριθμό κατοίκων. |
σταυρόςnoun (symbol of Christianity) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The church was filled with crosses. Η εκκλησία ήταν γεμάτη σταυρούς. |
o Σταυρόςnoun (cross Jesus died on) Christians believe Jesus died on the Cross for our sins. |
διασταύρωσηnoun (combination, mix) (συνδυασμός) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Their music is a cross of reggae with hip hop. Η μουσική τους είναι διασταύρωση ρέγκε με χιπ χοπ. |
θυμωμένοςadjective (mainly UK (angry, annoyed) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) She wasn't expecting her ex-boyfriend to be so cross with her. Δεν περίμενε ο πρώην της να είναι τόσο θυμωμένος μαζί της. |
οριζόντιοςadjective (horizontal) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) You need to jump over the cross bar. |
τεμνόμενοςadjective (intersecting) (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) The cross beams support the roof. |
σταυρόςnoun (hand gesture: crossing body) (κίνηση με το χέρι) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The priest noticed Mark's hastily made cross as he entered the church. |
διασταύρωσηnoun (animal, plant: hybrid) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A tangelo is a cross between a grapefruit and a tangerine. Το τάνγκελο είναι υβρίδιο γκρέιπ φρουτ και μανταρινιού. |
κάθετη πάσαnoun (football, soccer: pass) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) The cross from the side of the field went right to the other player. |
κροσέnoun (boxing: punch) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) He hit his opponent with a strong right cross. |
μαρτύριοnoun (figurative (suffering, burden) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) She still bore the cross of her failed relationship. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Τι σταυρό κουβαλάει ο καημένος! Τίποτα δεν του πάει καλά στη ζωή του. |
διασταυρώνομαιintransitive verb (intersect) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The two streets cross five miles from here. |
συναντάωintransitive verb (pass each other) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The two people greeted each other when they crossed. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Πάντα τον χαιρετάω όταν συναντιόμαστε στην αγορά. |
συγκρούομαιtransitive verb (counter, frustrate) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) His plans crossed those of his enemy. |
κάνω διγράμμισηtransitive verb (UK (cheque: marked for deposit) (με γενική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) It's best to cross the cheque because this prevents anyone else from cashing it. |
διασταυρώνωtransitive verb (hybridize) (κάτι με/και κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The biologist was trying to cross a rose and a lily. |
προκαλώtransitive verb (make angry, oppose) (μτφ: αντιτίθεμαι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lucy has a bad temper, so don't cross her. |
διαγράφωphrasal verb, transitive, separable (mark as done) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Make a list of things to do and cross off each item once you have completed it. |
αποκλείωphrasal verb, transitive, separable (informal (eliminate) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The interviewer crossed off the applicant with blue and purple hair. |
διαγράφωphrasal verb, transitive, separable (put a line through) (με γραμμή) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) With a pencil you can erase; with a pen you have to cross out your mistakes. Cross out the wrong answers. Με το μολύβι μπορείς να σβήσεις, με το στυλό πρέπει να τραβήξεις μια γραμμή για να διαγράψεις στα λάθη σου. |
αλλάζω στρατόπεδοphrasal verb, intransitive (change loyalties) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Woodford's disagreement with the government's immigration policy is the reason why he crossed over. Η διαφωνία του Γούντφορντ με την κυβερνητική μεταναστευτική πολιτική είναι ο λόγος που τον οδήγησε στο να αλλάξει στρατόπεδο. |
περνάω στο στρατόπεδο(change loyalties) (μεταφορικά: με γενική) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The senator crossed over to the opposition. Ο γερουσιαστής πέρασε στο στρατόπεδο της αντιπολίτευσης. |
διασταυρώνομαιphrasal verb, intransitive (exchange genes) (γενετική) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The genes cross over from one chromosome to another. Τα γονίδια διασταυρώνονται από το ένα χρωμόσωμα στο άλλο. |
σπάω τα σύνοραphrasal verb, intransitive (defy genres) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The young country singer dreams of making music that will cross over and be a hit on the R&B chart. Ο νεαρός τραγουδιστής της κάντρι ονειρεύεται να κάνει μουσική που θα σπάει τα σύνορα και θα σημειώνει επιτυχία στα τσαρτ της R&B. |
μεταπηδώ σε κτ(defy genres) (αλλάζω χώρο) Run DMC were one of the first rap acts to cross over into the rock charts. Οι Run DMC ήταν ένα από τα πρώτα συγκροτήματα της ραπ που επεκτάθηκε και στα τσαρτ της ροκ. |
γνωρίζω απήχηση, έχω απήχηση(music, film: appeal diversely) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The film has enough appeal to cross over to a wider audience. Η ταινία είναι αρκετά καλή για να έχει απήχηση σε ευρύτερο κοινό. |
Τάγμα της Τιμήςnoun (US, initialism (military decoration: Air Force Cross) (παράσημο πολεμικής αεροπορίας) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
Τάγμα της Τιμήςnoun (UK, initialism (military decoration: Air Force Cross) (παράσημο πολεμικής αεροπορίας) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
σε αντιπαράθεσηadverb (not in agreement) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σταυρωτόςadjective (US (pattern: meshed) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The dress had a crisscross pattern on the bodice. |
διασταυρώνομαιintransitive verb (cross over one another) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The fibers of the basket crisscrossed in an attractive pattern. |
πηγαινοέρχομαιtransitive verb (go back and forth across) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tire tracks crisscrossed the front yard. |
ταξιδεύω πέρα δώθε σε κτtransitive verb (travel back and forth across) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The player crisscrossed the field, avoiding the opponent and ultimately scoring the winning goal. |
διασταυρωμένοςadjective (with intersecting lines) (γραμμές) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
ανώμαλος δρόμοςnoun (foot race: across fields) (μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) I'm good at athletics but don't have the stamina for cross country. Είμαι καλός στον στίβο, αλλά δεν έχω την αντοχή που απαιτείται για τον ανώμαλο δρόμο. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>noun (martial arts move) |
ορκίζομαι στη ζωή μου, ορκίζομαι να πεθάνωinterjection (infantile (promise) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mum, I'll clean my room in the morning. Cross my heart and hope to die! |
παραπομπήnoun (reference between texts) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
παραπέμπω σε κτtransitive verb (refer back to: a text) |
παραπέμπω σε κτ(refer between: texts) |
αντιπροσωπευτικό δείγμαnoun (representative sample) For this survey we need a good cross section of the community. |
ποικιλία, ποικιλομορφίαnoun (variety, diversity) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
διατομήnoun (section made by perpendicular cuts) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κάθετος δρόμοςnoun (street that crosses another) |
ξεπερνάω τα όριαverbal expression (figurative (go beyond limit of tolerance) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
περνώ το κατώφλιverbal expression (literal (enter, go inside) (κυριολεκτικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Upon crossing the threshold of the pyramid's chamber you will be able to see the mummy. |
ξεπερνώ όριοverbal expression (figurative (go beyond a point) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ξεπερνώ το όριοverbal expression (figurative (go beyond a point) (μεταφορικά: με γενική) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ελλειπτικό μηχάνημαnoun (exercise machine) |
περνώ από το μυαλόverbal expression (occur to you, enter your thoughts) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Don't tell me a wicked thought has never crossed your mind. |
διασυνοριακόςadjective (across boundaries) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) After the new law passed, cross-border traffic decreased significantly. |
διακατηγορικόςadjective (search: not restricted to one type) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
διασταυρώνωtransitive verb (verify by comparing) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διασταύρωσηnoun (comparison done to verify) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
διηπειρωτικόςadjective (across continents) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) We would love for the race to become cross-continental. |
ανώμαλοςadjective (race: across countryside) (μεταφορικά: δρόμος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Cross-country races were dropped from the Olympics in 1924. |
αντοχήςadjective (skiing: across fields) (σε γενική) (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) The snow-covered fields were perfect for cross-country skiing. |
από το ένα άκρο της χώρας ως το άλλοadjective (journey: across a country) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) He set off on his cross-country adventure from Washington to Los Angeles. |
στην εξοχήadverb (across countryside) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) We skied cross-country, following the river. |
αγώνας ανώμαλου δρόμουnoun (foot race: across fields) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
σκι αντοχήςnoun (skiing across snowy fields) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Cross-country skiing is very different from downhill skiing. |
διαπολιτισμικόςadjective (involving different cultures) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The international club attempts to promote cross-cultural exchange on campus. |
διαθεματικόςadjective (UK (involving different subject areas) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>noun (film: jump cuts) |
οριζόντιο θέμαnoun (affects multiple areas) (μεταφορικά) |
διεπιστημονικόςadjective (of multiple fields of study) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ντύνομαι με ρούχα του αντίθετου φύλλουintransitive verb (dress as opposite sex) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παρενδυτικόςnoun ([sb] dressing like other sex) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) |
παρενδυσίαnoun (dressing like opposite sex) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εξετάζω κπ κατ' αντιπαράστασηtransitive verb (law: interrogate witness) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αλλήθωροςadjective (having a squint) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σταυρεπικονίασηnoun (pollination between plants) (φυτολογία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αλληλεπίδρασηnoun (figurative (exchange of ideas) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
διαλειτουργικόςadjective (team: skilled in different areas) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Management put together a cross-functional team to consider all aspects of the project. |
διαλειτουργικός, διατμηματικόςadjective (project, issue: various departments) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) This is a cross-functional project, so we're going to need to consult with several different departments. |
οκλαδόνadjective (sitting: knees wide, ankles crossed) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
διακομματικόςadjective (between political parties) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κάνω διασταυρωτή επικονίαση σε κτtransitive verb (use pollen from another plant) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάνω διασταυρωτή επικονίασηintransitive verb (pollinate with another plant) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
διασταυρούμενη επικονίασηnoun (transfer of pollen) |
αντικρουόμενα συμφέρονταnoun (contrary aims) The whole meeting was nothing but cross-purpose and confusion. |
παραπέμπω σε κτ(refer to [sth] by a cross-reference) In the dictionary, the entry for "went" cross-refers to "go" because the two words are related. |
διατομεακόςadjective (relating to a cross section) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σταυρόμορφοςadjective (looking like a cross) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σταυροβελονιάnoun (sewing stitch: x pattern) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σταυροβελονιάnoun (sewing, embroidery) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κεντώ σταυροβελονιάintransitive verb (do embroidery) |
κάνω σταυροβελονιά σε κτtransitive verb (sew a design) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κεντώ κτ με σταυροβελονιάtransitive verb (embroider an item) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Josie cross-stitched a cushion for her living room. |
εκπαιδεύω κάποιον σε διαφορετικούς τομείςtransitive verb (make skilled at different tasks) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εκγύμναση με ελλειπτικό μηχάνημαnoun (use of an exercise machine) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Το ελλειπτικό είναι αερόβια άσκηση. |
εκπαίδευση εργαζομένων σε διαφορετικούς ρόλουςnoun (business: employee training) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ημίαιμοnoun (animal of mixed breed) (όχι ράτσας) My dog looks like a collie, but he's actually a crossbreed. |
υβρίδιοnoun (figurative (hybrid) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) My dress is a homemade crossbreed of two old pieces of clothing. |
κόβω εγκάρσιαtransitive verb (US (cut or move across) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εναλάσσωtransitive verb (film: interweave two scenes) (σκηνές σε φιλμ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εναλάσσωtransitive verb (US (film: interweave two scenes) (σκηνές σε φιλμ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
υποτείνουσαnoun (US (transverse or diagonal path) (καθομ: σύντομος δρόμος) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
παράλληλο μοντάζnoun (US (film editing: interwoven scenes) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κομμένος εγκάρσιαadjective (beams, etc: cut crosswise) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
συνδεδεμένοςadjective (film scene: interwoven) (σκηνή σε ταινία) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
οριζόντιοςadjective (issue, concern: intersecting) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σταυρόνημαplural noun (sighting lines in a gun) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) She had a rabbit in her crosshairs. Είχε ένα κουνέλι στο στόχαστρο. |
γραμμοσκίασηnoun (art: shading with lines) (με κάθετες γραμμές) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μεσότιτλοςnoun (printing: title, heading) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ζύγωμα, σταυρόςnoun (machinery: part of an engine) (μέρος μηχανής) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ζύγωμαnoun (nautical: part of a rudderpost) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
δοκάριnoun (building: transverse timber) (εγκάρσιο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
παρεμβολήnoun (telephone, radio: interference) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κουβέντα, κουβεντούλαnoun (chat, informal conversation) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
έξυπνος διάλογοςnoun (UK (witty dialogue) |
Μην περνάτε, Μην διασχίζετεverbal expression (on police cordon) (επιγραφή στην αστυνομική κορδέλα) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
είμαι πολύ προσεκτικός, είμαι πολύ σχολαστικόςverbal expression (figurative (attend to detail) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προδίδωtransitive verb (informal (betray) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He double-crossed me and ran off with the money and the girl. |
προδοσίαnoun (informal (betrayal) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) We'd invented a perfect con, but my partner betrayed me with a double cross. |
θυμώνωintransitive verb (informal (become angry) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The mother got cross with her insolent teenage son and didn't allow him to go out with his friends. |
είδος σταφιδόψωμου με μπαχαρικάnoun (food: spiced currant bun) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cross στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του cross
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.