Τι σημαίνει το crossed στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης crossed στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του crossed στο Αγγλικά.

Η λέξη crossed στο Αγγλικά σημαίνει <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, διασχίζω, περνάω, περνώ, διασταυρώνομαι, σταυρώνω, σταυρώνω, χι, σταυρός, o Σταυρός, διασταύρωση, θυμωμένος, οριζόντιος, τεμνόμενος, σταυρός, διασταύρωση, κάθετη πάσα, κροσέ, μαρτύριο, διασταυρώνομαι, συναντάω, συγκρούομαι, κάνω διγράμμιση, διασταυρώνω, προκαλώ, διασταυρωμένος, χτύπα ξύλο, άτυχος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης crossed

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

adjective (mathematical derivatives: mixed)

διασχίζω

transitive verb (go across)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He crossed the street when the traffic stopped.
Πέρασε τον δρόμο όταν σταμάτησε η κυκλοφορία.

περνάω, περνώ

transitive verb (go over: a line, border)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When overtaking, do not cross the solid white line in the centre of the road.

διασταυρώνομαι

transitive verb (intersect, meet) (με κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
It is at the intersection where Addison Street crosses Sheridan Road.
Είναι στη διασταύρωση όπου η οδός Άντισον συναντάει την οδό Σέρινταν.

σταυρώνω

transitive verb (overlay: lines, sticks)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cross the vertical line with a horizontal one to write the letter "t".
Τμήστε την κάθετη γραμμή με μια οριζόντια, για να σχηματίσετε το γράμμα “t”.

σταυρώνω

transitive verb (overlay: body parts)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It's comfortable to cross your legs when you sit.
Είναι βολικό να σταυρώνεις τα πόδια σου όταν κάθεσαι.

χι

noun (x symbol) (σύμβολο)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The cross on the graph indicated the current number of residents.
Ο σταυρός στο διάγραμμα έδειχνε τον τωρινό αριθμό κατοίκων.

σταυρός

noun (symbol of Christianity)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The church was filled with crosses.
Η εκκλησία ήταν γεμάτη σταυρούς.

o Σταυρός

noun (cross Jesus died on)

Christians believe Jesus died on the Cross for our sins.

διασταύρωση

noun (combination, mix) (συνδυασμός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Their music is a cross of reggae with hip hop.
Η μουσική τους είναι διασταύρωση ρέγκε με χιπ χοπ.

θυμωμένος

adjective (mainly UK (angry, annoyed)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
She wasn't expecting her ex-boyfriend to be so cross with her.
Δεν περίμενε ο πρώην της να είναι τόσο θυμωμένος μαζί της.

οριζόντιος

adjective (horizontal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
You need to jump over the cross bar.

τεμνόμενος

adjective (intersecting)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
The cross beams support the roof.

σταυρός

noun (hand gesture: crossing body) (κίνηση με το χέρι)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The priest noticed Mark's hastily made cross as he entered the church.

διασταύρωση

noun (animal, plant: hybrid)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A tangelo is a cross between a grapefruit and a tangerine.
Το τάνγκελο είναι υβρίδιο γκρέιπ φρουτ και μανταρινιού.

κάθετη πάσα

noun (football, soccer: pass)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The cross from the side of the field went right to the other player.

κροσέ

noun (boxing: punch)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
He hit his opponent with a strong right cross.

μαρτύριο

noun (figurative (suffering, burden)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She still bore the cross of her failed relationship.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Τι σταυρό κουβαλάει ο καημένος! Τίποτα δεν του πάει καλά στη ζωή του.

διασταυρώνομαι

intransitive verb (intersect)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The two streets cross five miles from here.

συναντάω

intransitive verb (pass each other)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The two people greeted each other when they crossed.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Πάντα τον χαιρετάω όταν συναντιόμαστε στην αγορά.

συγκρούομαι

transitive verb (counter, frustrate)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
His plans crossed those of his enemy.

κάνω διγράμμιση

transitive verb (UK (cheque: marked for deposit) (με γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It's best to cross the cheque because this prevents anyone else from cashing it.

διασταυρώνω

transitive verb (hybridize) (κάτι με/και κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The biologist was trying to cross a rose and a lily.

προκαλώ

transitive verb (make angry, oppose) (μτφ: αντιτίθεμαι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lucy has a bad temper, so don't cross her.

διασταυρωμένος

adjective (with intersecting lines) (γραμμές)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

χτύπα ξύλο

interjection (figurative (hoping for good luck)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

άτυχος

adjective (unlucky)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του crossed στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.