Τι σημαίνει το finger στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης finger στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του finger στο Αγγλικά.

Η λέξη finger στο Αγγλικά σημαίνει δάχτυλο, αγγίζω, ψηλαφώ, ψηλαφίζω, εκτελώ, παίζω, βάζω δάχτυλο σε κπ, καταδίδω, λωρίδα γης, δάχτυλο, δάκτυλο, λωρίδα, μπάρα, στικ κοτόπουλου, στικ κοτόπουλο, μπολ για το ξέπλυμα των δακτύλων, φαγητό το οποίο μπορεί να φαγωθεί χωρίς μαχαιροπήρουνα, άρθρωση, κλείδωση, μπογιά, ζωγραφίζω με τα χέρια, ζωγραφική με τα χέρια, δαχτυλοδειξία, δαχτυλιά, νύχι, ψαροκροκέτα, κάνω κωλοδάχτυλο, δείχνω έλλειψη σεβασμού σε κπ, βάζω παντού το χεράκι μου, δείκτης, δείκτης, μπισκότο σαβουαγιάρ, μπάμια, δεν κουνάω ούτε το μικρό μου δαχτυλάκι, προθυμοποιούμαι να κάνω κτ, μικρό δάχτυλο, μεσαίο δάχτυλο, κατηγορώ, κατηγορώ, δείκτης, προσδιορίζω, αναγνωρίζω, ακουμπώ το δάχτυλο μου, βάζω το δάχτυλο μου, παράμεσος, σαβουαγιάρ, στρώνω τον κώλο μου, δείκτης, το δάκτυλο που τραβάει το σκανδάλη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης finger

δάχτυλο

noun (digit on hand)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He broke one of the fingers on his right hand.

αγγίζω, ψηλαφώ, ψηλαφίζω

transitive verb (touch)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She gently fingered the fabric, assessing its quality.
Άγγιξε απαλά το ύφασμα για να δει την ποιότητά του.

εκτελώ

transitive verb (music: play with fingers)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
To play that passage as written, you need to finger the trill very rapidly.
Για να παίξεις εκείνο το κομμάτι όπως είναι γραμμένο, πρέπει να παίξεις με τα δάκτυλα την τρίλια πολύ γρήγορα.

παίζω

transitive verb (touch, play: chords, keys)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
How do you finger an A chord on a guitar?
Πώς παίζεις μια χορδή Α στην κιθάρα;

βάζω δάχτυλο σε κπ

transitive verb (slang (touch sexually) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I can't believe he fingered her in the bathroom stall.
Δεν το πιστεύω πως της έβαλε δάχτυλο στην τουαλέτα.

καταδίδω

transitive verb (figurative, slang (inform on)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She fingered him for the murder.
Τον κατέδωσε για τον φόνο.

λωρίδα γης

noun (strip of land)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It was a beautiful finger of land, jutting out into the lake.

δάχτυλο, δάκτυλο

noun (measure of liquid) (ως μονάδα μέτρησης)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Bartender, pour me two fingers of whiskey.

λωρίδα

noun (figurative (shape: strip, band)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The chef filled the courgettes with minced lamb and topped them with a finger of thick yogurt.

μπάρα

noun (chocolate bar, biscuit) (ολόκληρο, μακρόστενο σχήμα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She broke off a finger of her biscuit and dunked it in her coffee.

στικ κοτόπουλου, στικ κοτόπουλο

noun (chicken meat in breadcrumbs)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She put the frozen chicken fingers in the oven in time for lunch.

μπολ για το ξέπλυμα των δακτύλων

noun (dish for rinsing fingers)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

φαγητό το οποίο μπορεί να φαγωθεί χωρίς μαχαιροπήρουνα

noun (food you can pick up and eat)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I'm going to provide finger food at the party to save washing up.

άρθρωση, κλείδωση

noun (knuckle)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I scraped a finger joint scrubbing the floor.

μπογιά

noun (paint children apply with fingers)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The child smeared the blobs of brightly colored finger paint all over the paper.

ζωγραφίζω με τα χέρια

intransitive verb (use fingers to apply paint)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When he finger paints, he uses his fingers, the side of his hand, and even his forearm.

ζωγραφική με τα χέρια

noun (using fingers to paint)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δαχτυλοδειξία

noun (figurative, informal (accusations, blaming)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δαχτυλιά

noun (smear, print left by a finger)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

νύχι

noun (often plural (nail on a finger)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My fingernails are painted gold.

ψαροκροκέτα

(piece of fish)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κάνω κωλοδάχτυλο

verbal expression (make offensive middle-finger gesture) (αργκό, προσβλητικό)

δείχνω έλλειψη σεβασμού σε κπ

verbal expression (figurative (defy [sb], be disrespectful)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Punk rock has always been about giving the finger to those in authority.

βάζω παντού το χεράκι μου

verbal expression (figurative (be involved in others' affairs) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δείκτης

noun (forefinger)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Gary cut his index finger while he was trying to cook dinner.
Ο Γκάρυ έκοψε τον δείκτη του ενώ προσπαθούσε να φτιάξει βραδινό.

δείκτης

noun (finger next to the thumb) (δάχτυλο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Anna pointed to the diagram on the chalkboard with her index finger. He emphasized his point of view by stabbing his index finger in the air.

μπισκότο σαβουαγιάρ

noun (US (small finger-shaped cake, sponge-finger)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μπάμια

noun (vegetable: okra)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δεν κουνάω ούτε το μικρό μου δαχτυλάκι

verbal expression (figurative (make effort)

Jody would appreciate some help in the kitchen, but Josh never lifts a finger.

προθυμοποιούμαι να κάνω κτ

verbal expression (figurative (make effort to help)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I wish you would lift a finger to help around the house occasionally.

μικρό δάχτυλο

noun (smallest digit of the hand)

I broke my little finger playing cricket last week. The ring's too small for my ring finger so I wear it on my little finger.
Έσπασα το μικρό δάχτυλο του χεριού μου, ενώ έπαιζα κρίκετ την περασμένη εβδομάδα. Το δαχτυλίδι μου είναι μικρό για τον παράμεσο και έτσι το φοράω στο μικρό δάχτυλο.

μεσαίο δάχτυλο

noun (longest finger)

The middle finger is between the index finger and the ring finger. To "give someone the bird" is to extend your middle finger in an obscene gesture.

κατηγορώ

verbal expression (figurative (accuse, blame)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Some nutritionists are pointing an accusing finger at parents who let their children eat food that contains too much sugar.

κατηγορώ

transitive verb (informal, figurative (accuse)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When the money went missing, my colleagues all pointed their fingers at me.

δείκτης

noun (index finger)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

προσδιορίζω, αναγνωρίζω

verbal expression (figurative, informal (identify, determine)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I've just put my finger on why I find it so hard getting up in the morning: I hate my job!
Μόλις προσδιόρισα γιατί βρίσκω τόσο δύσκολο να σηκωθώ το πρωί! Είναι γιατί μισώ τη δουλειά μου.

ακουμπώ το δάχτυλο μου, βάζω το δάχτυλο μου

verbal expression (touch or press)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
If you put your finger on the dog's nose it may bite you.
Αν βάλεις το δάχτυλό σου στη μύτη του σκύλου μπορεί να σε δαγκώσει.

παράμεσος

noun (third finger from the thumb)

He looked at her ring finger and was pleased to see that she probably wasn't married.
Κοίταξε το δάχτυλό (or: χέρι) της και χάρηκε όταν είδε ότι μάλλον δεν ήταν παντρεμένη.

σαβουαγιάρ

noun (sweet finger-shaped biscuit) (ζαχαροπλαστική)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

στρώνω τον κώλο μου

verbal expression (slang, figurative (stop delaying or procrastinating) (αργκό, χυδαίο, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δείκτης

noun (figurative, informal (index finger) (δάχτυλο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Whenever I hear someone bad-mouthing American English, my trigger finger starts to itch!

το δάκτυλο που τραβάει το σκανδάλη

noun (finger that pulls trigger of a gun)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του finger στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του finger

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.