Τι σημαίνει το cuarto στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης cuarto στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cuarto στο ισπανικά.

Η λέξη cuarto στο ισπανικά σημαίνει τέταρτος, ένα τέταρτο, τέταρτος, ένα τέταρτο, δεκαπεντάλεπτο, τέταρτο, τέταρτο, δωμάτιο, δωμάτιο, είκοσι πέντε λεπτά, 25 λεπτά, είκοσι πέντε σεντς, 25 σεντς, ωφέλιμος χώρος, ένα τέταρτο του γαλονιού, κρεβατοκάμαρα, δωμάτιο, δωμάτιο, δωμάτιο, υπνοδωμάτιο, φάση, κάμαρα, κάμαρη, τέταρτος, ένα τέταρτο, τέταρτο, μπάνιο, τουαλέτα, τουαλέτα, καπούλια, πλυσταριό, ντουλάπι για στέγνωμα μπουγάδας, καπούλια, τουαλέτα, τσεκ άουτ, checkout, μπουκάλι ποτού με μέγεθος 1/4 του κανονικού, μπάνιο, πριβέ, και τέταρτο, παρά τέταρτο, παρά τέταρτο, ημισέληνος, ένα τέταρτο γαλονιού, δωμάτιο για παιχνίδι, τουαλέτα, σκοτεινός θάλαμος, δωμάτιο ασθενούς, δωμάτιο, φαρδίνιο, φαρδίνι, δωμάτιο επισκεπτών, μπροστινό τέταρτο, ξενώνας, το φεγγάρι που γεμίζει, μπόιλερ, καθαρό δωμάτιο, ημισέληνος, μηχανοστάσιο, τέταρτη θέση, δωμάτιο ξενοδοχείου, παραβάν, τέταρτο, μικρό δωμάτιο, δωμάτιο φιλοξενούμενων, ξενώνας, δωμάτιο φιλοξενίας, παραβάν, τετάρτη δημοτικού, σαλόνι, και τέταρτο, στροφή ενενήντα μοιρών, τέταρτο φλιτζανιού, συσκευασία ενός λίτρου, αίθουσα τηλεόρασης, φθίνων αμφίκυρτος, αύξων μηνίσκος, δωμάτιο ψυχαγωγίας, αφρικανικής καταγωγής κατά το ένα τέταρτο, δέκατη τάξη, Quarter Pounder, βρεφικό δωμάτιο, μωρουδιακό δωμάτιο, δευτεροετής, συγκάτοικος, καθιστικό, κιλότο, της πρώτης λυκείου, τελευταίο τέταρτο, καμπίνα του ντους, αποθήκη για εργαλεία, μονάδα μέτρησης στερεών, 8.8 λίτρα, πρώτο τέταρτο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης cuarto

τέταρτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Kate era la cuarta persona en la cola.
Η Κέιτ ήταν το τέταρτο άτομο στη σειρά.

ένα τέταρτο

nombre masculino

Un octavo y otro octavo suman un cuarto.
Ένα όγδοο και ένα όγδοο κάνουν ένα τέταρτο.

τέταρτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Selina salió cuarta en la competencia de gimnasia, así que no ganó ninguna medalla.

ένα τέταρτο

adverbio

Un cuarto de doce es tres. // Tres cuartos de 200 es 150.
Το ένα τέταρτο του δώδεκα είναι το τρία. // Τα τρία τέταρτα του 200 είναι το 150.

δεκαπεντάλεπτο

nombre masculino (deportes)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Al equipo local le está yendo bien este último cuarto.

τέταρτο

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La luna está en su último cuarto.

τέταρτο

nombre masculino (της λίβρας)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tabitha compró un cuarto de caramelos de menta.

δωμάτιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Nuestro departamento tiene cinco habitaciones.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Το σχολείο έχει 25 αίθουσες διδασκαλίας.

δωμάτιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Él fue a su habitación a leer un libro.

είκοσι πέντε λεπτά, 25 λεπτά, είκοσι πέντε σεντς, 25 σεντς

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
¿Me puedes prestar una moneda de veinticinco?
Μπορείς να μου δανείσεις είκοσι πέντε λεπτά;

ωφέλιμος χώρος

ένα τέταρτο του γαλονιού

nombre masculino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κρεβατοκάμαρα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ella dormía en su habitación.
Κοιμήθηκε στο δωμάτιό της.

δωμάτιο

(ξενοδοχείου)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
¿Cómo son las habitaciones en el centro turístico?
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Το δωμάτιο του ξενοδοχείου δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες μας.

δωμάτιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tenía un pequeño estudio en el ático de la casa de su tío.
Είχε ένα μικρό δωμάτιο στη σοφίτα του σπιτιού του θείου του.

δωμάτιο, υπνοδωμάτιο

(προσωπικός χώρος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El anciano se retiró a su habitación.
Ο ηλικιωμένος άνδρας απεσύρθη στο υπνοδωμάτιό του.

φάση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
¿En qué fase está la luna?
Σε τι φάση είναι η σελήνη;

κάμαρα, κάμαρη

(παλαιότερος τύπος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τέταρτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ron llegó en el cuarto puesto en la carrera.
Ο Ρον ήρθε τέταρτος στον αγώνα.

ένα τέταρτο

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Siete es la cuarta parte de veintiocho.

τέταρτο

locución nominal masculina (της ώρας)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El reloj de la iglesia marcó el cuarto de hora.

μπάνιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tina va al baño en cuanto se despierta.
Η Τίνα πηγαίνει στο λουτρό μόλις ξυπνήσει.

τουαλέτα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Estaban limpiando el baño así que no pudimos usarlo.
Καθάριζαν την τουαλέτα και δε μπορούσαμε να το χρησιμοποιήσουμε.

τουαλέτα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El baño está al final del pasillo, la tercera puerta a tu izquierda.
Ο καμπινές είναι σ' εκείνο τον διάδρομο, τρίτη πόρτα αριστερά.

καπούλια

(animales)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Las ancas del perro se movían de atrás hacia adelante cuando estaba emocionado.

πλυσταριό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La cocina es bastante pequeña pero al menos hay un lavadero.
Η κουζίνα είναι λίγο μικρή, τουλάχιστον, όμως, υπάρχει ένα πλυσταριό.

ντουλάπι για στέγνωμα μπουγάδας

(pequeño cuarto) (ΗΒ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καπούλια

(animal) (ζώα)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
El perro se sentó cansado en sus ancas.

τουαλέτα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
¿Me podría por favor decir dónde está el baño?

τσεκ άουτ, checkout

(hospedaje) (σε ξενοδοχείο)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Asegúrate de revisar la facturas cuidadosamente antes de la salida.
Μην ξεχάσεις να εξετάσεις προσεκτικά το λογαριασμό σου κατά την αναχώρηση.

μπουκάλι ποτού με μέγεθος 1/4 του κανονικού

(ES)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Un benjamín es una botella que contiene alrededor de un cuarto de la cantidad habitual de champán.

μπάνιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Discúlpame un momento, voy al tocador.

πριβέ

(en un bar) (συνήθως σε κλαμπ)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Richard y Daisy se llevaron sus bebidas al cuartito.

και τέταρτο

(ώρα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Llegó a las nueve y cuarto.

παρά τέταρτο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Te veo mañana a la una menos cuarto... de la tarde, claro.

παρά τέταρτο

locución preposicional

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Son casi las cinco menos cuarto, se nos hizo tarde.
Είναι σχεδόν πέντε παρά τέταρτο, έχουμε αργήσει

ημισέληνος

locución nominal masculina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La luna en el cielo del oeste estaba en la fase final del cuarto creciente.

ένα τέταρτο γαλονιού

(0,94 litros)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Necesito solo un cuarto de galón de leche pero en la tienda sólo se vende galones completos.

δωμάτιο για παιχνίδι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Los padres decoraron el cuarto de juegos en color rosa para sus hijas gemelas.

τουαλέτα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σκοτεινός θάλαμος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El fotógrafo estuvo en el cuarto oscuro todo el día.

δωμάτιο ασθενούς

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La familia visitaba con frecuencia la habitación de la enferma anciana y le llevaba tarjetas y flores.

δωμάτιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tenemos una habitación llena de juguetes que los chicos ya no usan.

φαρδίνιο, φαρδίνι

(παλιό νόμισμα Βρετανίας)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δωμάτιο επισκεπτών

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μπροστινό τέταρτο

(animal) (μπροστά πόδι ζώου, ομωπλάτη κλπ)

ξενώνας

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Le decimos el cuarto de huéspedes, pero en realidad lo usamos de escritorio.

το φεγγάρι που γεμίζει

locución nominal masculina (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Veo que hay cuarto creciente, en unas cuantas noches habrá luna llena.
Βλέπω ότι το φεγγάρι γεμίζει. Σε λίγες μέρες θα έχουμε πανσέληνο.

μπόιλερ

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
En invierno, muchas personas sintecho duermen en el cuarto de calderas.

καθαρό δωμάτιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ημισέληνος

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El cuarto creciente apenas se veía entre las nubes.
Μια ημισέληνος μόλις που φαινόταν μέσα από τα σύννεφα.

μηχανοστάσιο

(coloquial)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τέταρτη θέση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δωμάτιο ξενοδοχείου

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Es una habitación de hotel muy espaciosa.

παραβάν

(AR) (εκλογικού κέντρου)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
El hombre me dio una boleta, y entré en el cuarto oscuro.

τέταρτο

(της ώρας)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Dijo que te pasará a buscar en un cuarto de hora más.

μικρό δωμάτιο, δωμάτιο φιλοξενούμενων

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Θα σου στρώσω το κρεβάτι στο δωμάτιο των φιλοξενούμενων.

ξενώνας, δωμάτιο φιλοξενίας

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Los invitados a la fiesta dejaron sus abrigos en el cuarto de invitados.

παραβάν

(AR) (εκλογικού κέντρου)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Un cuarto oscuro es un lugar cerrado y privado como del tamaño de una cabina telefónica.

τετάρτη δημοτικού

(AmL)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Empecé a tocar el violín cuando estaba en cuarto grado.

σαλόνι

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El cuarto de estar suele ser la habitación más grande de la casa.

και τέταρτο

expresión (χρόνος)

Son las tres, me puedo quedar hasta las y cuarto.
Τώρα είναι τρεις. Μπορώ να μείνω εδώ μέχρι τις και τέταρτο.

στροφή ενενήντα μοιρών

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τέταρτο φλιτζανιού

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Agréguele a la preparación un cuarto de taza de nueces molidas.

συσκευασία ενός λίτρου

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αίθουσα τηλεόρασης

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

φθίνων αμφίκυρτος

locución nominal masculina (φάση σελήνης)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

αύξων μηνίσκος

locución nominal masculina (φάση σελήνης)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

δωμάτιο ψυχαγωγίας

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αφρικανικής καταγωγής κατά το ένα τέταρτο

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

δέκατη τάξη

(στις ΗΠΑ)

Quarter Pounder

(είδος μπέργκερ)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

βρεφικό δωμάτιο, μωρουδιακό δωμάτιο

Mientras mamá y papá cenan, el bebé duerme en el cuarto del bebé.
Ενώ η μαμά και ο μπαμπάς τρώνε βραδινό, το μωρό κοιμάται στο παιδικό δωμάτιο.

δευτεροετής

(λύκειο)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Un estudiante de décimo grado de nuestra escuela ganó la competencia de ciencias.
Ένας δευτεροετής στο σχολείο μας κέρδισε τον διαγωνισμό φυσικής.

συγκάτοικος

(κοινό δωμάτιο)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Η Σούζαν δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να νοικιάσει δικό της δωμάτιο στην εστία του πανεπιστημίου, αλλά τα πηγαίνει καλά με τη συγκάτοικό της και γι' αυτό δεν την πειράζει να μοιράζεται μαζί της το δωμάτιο.

καθιστικό

La televisión está en el cuarto de estar.
Η τηλεόραση βρίσκεται στο καθιστικό.

κιλότο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El cuarto trasero es una carne difícil de cortar.

της πρώτης λυκείου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Liz tocaba el clarinete en la escuela cuando era estudiante de décimo grado.
Η Λιζ έπαιζε κλαρινέτο στην μπάντα κατά τη διάρκεια της πρώτης λυκείου.

τελευταίο τέταρτο

locución nominal masculina

καμπίνα του ντους

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αποθήκη για εργαλεία

locución nominal masculina

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μονάδα μέτρησης στερεών, 8.8 λίτρα

locución nominal masculina (unidad de medida)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πρώτο τέταρτο

locución nominal masculina (φάσεις σελήνης)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cuarto στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του cuarto

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.