Τι σημαίνει το bien στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης bien στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bien στο ισπανικά.

Η λέξη bien στο ισπανικά σημαίνει σωστά, καλά, καλά, επαρκώς, καλά, καλά, καλά, καλά, καλά, καλά, καλά, καλά, καλά, ωραία, καλό, καλός, πολύ, ιδιαίτερα, λοιπόν, εντάξει, όχι άσχημος, όχι κακός, καλοδιάθετος, εντάξει, καλά, σωστά, ωραία, όμορφα, σωστά, ιδιωτική περιουσία, καλά, δεν υπάρχει πρόβλημα, δεν πειράζει, καλά, εντάξει, όφελος, εντάξει, καλά, εντάξει, καλά, καλά, μια χαρά, καλά, σωστά, ωραία, εντάξει, τελείως, εντελώς, εντάξει, καλά, σωστά, καλά, καλά, πραγματικά, αληθινά, σωστά, εντάξει, καλά, πραγματικά, ωραία, τακτικά, τακτοποιημένα, συμμαζεμένα, πλεονέκτημα, προνόμιο, καλοσύνη, εμπορεύματα, προϊόντα, ευκατάστατος, οκ, γιούχου, μάλιστα, λοιπόν, άσχημα, πρωί-πρωί, καλοντυμένος, με καλές αναλογίες, με σωστές αναλογίες, αν και, γιούπι, περιουσιακό στοιχείο, έχω καλή γνώμη για κπ, αυθόρμητα, ισορροπημένα,αρμονικά, πολύ καλά, σωστό, συγχαρητήρια, Β, βήτα, θρυλικός, φτάνει πια, καλή διασκέδαση, καλός, κρατιέμαι καλά, λοιπόν, ταιριάζω, κολακευτικός, όμορφος, ταιριαστός, εύγλωττος, ευφραδής, εφαρμόζω, που έχει καλή πρόθεση, γοητευτικός, ωραίος, ικανοποιητικός, καλλίγραμμος, καλοσχηματισμένος, που σου φτιάχνει την διάθεση, προσηνής, καταδεκτικός, φιλικός, όχι εντελώς σωστός, όχι απόλυτα σωστός, καλά στα μυαλά μου, φρεσκοξυρισμένος, που γνωρίζει/κατέχει αρκετά, εμφανίσιμος, ευπαρουσίαστος, έχω φιλικές σχέσεις με κπ, δεν είναι κι άσχημα, όχι κι άσχημα, καλούτσικα, που τα έχει παίξει, δουλοπρεπής, δουλικός, χαμερπής, κόλακας, λογικός, στέρεος, σταθερός, γερός, στιβαρός, ορθάνοιχτος, ωραίος, όμορφος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης bien

σωστά, καλά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
El trabajo se ha realizado bien.
Η δουλειά έχει γίνει σωστά (or: καλά).

καλά

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Las cosas están yendo bien últimamente; no nos está faltando nada.
Τα πράγματα πηγαίνουν καλά τελευταία, δεν έχουμε ανικανοποίητες ανάγκες. Η συνάντηση πήγε καλά, χωρίς σημαντικές δυσκολίες.

επαρκώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Estamos bien abastecidos de alimentos.
Είμαστε επαρκώς εφοδιασμένοι με τρόφιμα.

καλά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
El profesor explicó bien la materia, y todos entendimos la teoría.
Ο καθηγητής εξήγησε την ύλη καλά και όλοι καταλάβαμε τη θεωρία.

καλά

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Las instrucciones nos dicen que se deben mezclar bien los ingredientes antes de añadir los huevos.
Οι οδηγίες λένε να ανακατέψουμε τα υλικά καλά πριν προσθέσουμε αυγά.

καλά

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Le entendí bien, pero todavía tenía algunas preguntas.
Τον κατάλαβα καλά, αλλά και πάλι είχα μερικές ερωτήσεις.

καλά

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Lo conozco bien.
Τον ξέρω καλά.

καλά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ayer estuve enfermo, pero hoy estoy bien.
Ήμουν άρρωστος χθες, αλλά σήμερα είμαι εντάξει.

καλά

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Todo está bien en la ciudad hoy.

καλά

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
El auto funciona bien.

καλά

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Fue una broma cruel, pero él la tomó bien.
Ήταν αρκετά άσχημη φάρσα αλλά το πήρε καλά.

καλά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Hiciste bien en decirle la verdad al doctor.

ωραία

interjección

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La maestra dijo «bien» cuando el estudiante entregó su tarea a tiempo.

καλό

nombre masculino (όφελος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Lo hice por el bien de todos nosotros.
Το έκανα για το καλό όλων μας.

καλός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Puedes ganarte una buena vida trabajando como mecánico.
Ως μηχανικός, μπορείς να βγάλεις καλά λεφτά.

πολύ

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Él es muy consciente de sus responsabilidades.
Ξέρει πολύ καλά τις αρμοδιότητές του.

ιδιαίτερα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sin lugar a dudas, él se alegró mucho de verla.
Αναμφίβολα χάρηκε ιδιαίτερα που την είδε.

λοιπόν

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Bueno... veré lo que puedo hacer.

εντάξει

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
¿Estacionaste justo enfrente? Qué bien.
Πάρκαρες στο απέναντι πεζοδρόμιο; Εντάξει.

όχι άσχημος, όχι κακός

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
—¿Cómo te va en el trabajo nuevo? —Bien, gracias.

καλοδιάθετος

adverbio (coloquial)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Hace mucho que no la veo bien a Jenny.
Πάει καιρός από τότε που είδα τη Τζένη καλοδιάθετη. Παρά την απόλυσή του, είναι καλοδιάθετος.

εντάξει

adjetivo

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

καλά, σωστά, ωραία, όμορφα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Trata de comportarte bien cuando venga tu abuela.

σωστά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ιδιωτική περιουσία

καλά

adverbio (υγιής)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Hoy está bien, aunque los últimos días se sentía fatal.
Είναι καλά σήμερα, αν και αισθανόταν απαίσια τις τελευταίες μέρες.

δεν υπάρχει πρόβλημα, δεν πειράζει

adverbio

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Está bien. Voy a poder arreglar el problema mañana.
Δεν υπάρχει πρόβλημα. Θα διορθώσω το πρόβλημα αύριο.

καλά, εντάξει

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ayer estaba con náuseas pero hoy me siento bien nuevamente.
Είχα λίγο ναυτία χθες, αλλά νιώθω καλά πάλι σήμερα.

όφελος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Discutí por tu bien, no tenía interés alguno en la disputa.
Λογομάχησα για δικό σου όφελος. Εγώ δεν είχα κάποιο συμφέρον από τη διένεξη.

εντάξει, καλά

adjetivo invariable

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
¿Estás bien? Te caíste muy duramente.
Είσαι OK; Έπεσες άσχημα.

εντάξει, καλά

adjetivo invariable

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ayer estuviste enfermo. ¿Ya estás bien hoy?
Ήσουν άρρωστος χτες. Είσαι εντάξει σήμερα;

καλά

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sí, le fue bien con la presentación.
Ναι, τα πήγε μια χαρά με την παρουσίαση.

μια χαρά

(καθομιλουμένη)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
El coche siempre me funcionó bien.
Το αυτοκίνητο δουλεύει πάντα μια χαρά για μένα.

καλά, σωστά, ωραία

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Estos zapatos van bien con mi nuevo vestido.

εντάξει

adjetivo invariable (ανεπίσημο)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
¿Estás bien? Parece que estás un poco estresado hoy.
Είσαι εντάξει; Μου φαίνεσαι αγχωμένος σήμερα.

τελείως, εντελώς

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
El baúl estaba bien empacado para el viaje.
Το πορτ μπαγκάζ ήταν γεμάτο μέχρι τα μπούνια για το ταξίδι.

εντάξει, καλά

adjetivo invariable

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Todo está saliendo bien en la construcción.
Όλα είναι εντάξει με την κατασκευή.

σωστά, καλά

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Este bolígrafo no funciona bien.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Αυτό το πλυντήριο δεν λειτουργεί σωστά (or: καλά).

καλά

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
A él le ha ido bien. Ahora es doctor.
Δεν τα πήγε κι άσχημα στη ζωή του. Είναι πλέον γιατρός.

πραγματικά, αληθινά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ese auto está bien bonito.

σωστά

adverbio (correctamente)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
¿Entendí bien la historia? ¿Así es como va?
Έχω καταλάβει σωστά την ιστορία; Έτσι έγιναν τα πράγματα;

εντάξει, καλά

adverbio (ανεπίσημο)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Él puede caminar bien ahora.

πραγματικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ella entendió bien lo que estabas diciendo.

ωραία

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

τακτικά, τακτοποιημένα, συμμαζεμένα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

πλεονέκτημα, προνόμιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ser dueño de un coche tiene sus ventajas.
Το να έχεις αυτοκίνητο έχει πλεονεκτήματα.

καλοσύνη

(moral)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La bondad del sacerdote y su carácter confiable fueron el origen de su influencia.
Η καλοσύνη του παπά και ο αξιόπιστος χαρακτήρας του ήταν η πηγή της επιρροής του.

εμπορεύματα, προϊόντα

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Los comerciantes levantan tiendas en la plaza para mostrar sus mercancías.
Οι έμποροι έστησαν πάγκους στην πλατεία για να εκθέσουν τα εμπορεύματά (or: προϊόντα) τους.

ευκατάστατος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Su negocio está dando buenas ganancias, así que Sandra está cómoda.

οκ

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

γιούχου

(επιφώνημα χαράς)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

μάλιστα

(irónico)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¡Qué bien! Veo que no has tenido tiempo de limpiar la casa.

λοιπόν

¿Y bien? ¿Qué tienes que decir?
Λοιπόν; Τι έχεις να πεις;

άσχημα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
No fui a trabajar hoy ya que me sentía mal.
Δεν πήγα στη δουλειά σήμερα επειδή ένιωθα αδιάθετος.

πρωί-πρωί

(coloquial)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

καλοντυμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Arturo es un hombre elegante.

με καλές αναλογίες, με σωστές αναλογίες

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αν και

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Las flores son hermosas aunque no son apropiadas para este evento.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Φέρθηκε αντιεπαγγελματικά. Παρ' όλ' αυτά συνέχισε να έχει πελάτες.

γιούπι

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

περιουσιακό στοιχείο

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Tiene más de un millón de dólares en activos.
Η αξία των περιουσιακών του στοιχείων ανέρχεται σε περισσότερα από ένα εκατομμύριο δολάρια.

έχω καλή γνώμη για κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El novio de Amy les gusta a sus padres.

αυθόρμητα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Decidimos tomar unas vacaciones familiares improvisadamente.

ισορροπημένα,αρμονικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Es importante tener todo balanceado cuando tomas decisiones que afectarán tu futuro.

πολύ καλά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Τα πήγες πολύ καλά στο τεστ των Αγγλικών σου.

σωστό

(voz francesa)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

συγχαρητήρια

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Felicidades por tu increíble espectáculo.

Β, βήτα

(nota escolar)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Obtuve tres Aes y una B este semestre.
Είχα τρία άλφα και ένα βήτα αυτό το τρίμηνο.

θρυλικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Su famoso valor será el tema de un nuevo libro.

φτάνει πια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Bueno, ¡ya! Quizás podemos hablar de otra cosa ahora.

καλή διασκέδαση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Te recojo cuando acabe la película. ¡Diviértete!
Θα έρθω να σε πάρω όταν τελειώσει η ταινία. Καλή διασκέδαση!

καλός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La vida no ha sido amable con ella. Mira, he sido amable contigo hasta ahora, pero necesitas empezar a trabajar más duro.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Το αφεντικό δεν της φέρθηκε καλά, παρά την αφοσίωση που έδειξε τόσα χρόνια.

κρατιέμαι καλά

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tu padre se mantiene considerando que tiene 93 años.

λοιπόν

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Bueno, ¿no crees que estoy en lo correcto?
Λοιπόν, δεν πιστεύεις ότι έχω δίκιο;

ταιριάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La paleta de color de este cuarto combina muy bien.

κολακευτικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Erin llevaba un vestido favorecedor en la fiesta.

όμορφος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ταιριαστός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εύγλωττος, ευφραδής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εφαρμόζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ese vestido te sienta muy bien.
Αυτό το φόρεμα σου πέφτει πολύ ωραία.

που έχει καλή πρόθεση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sandra es una persona que tiene buenas intenciones pero a veces puede ser un poco pesada.
Η Σάντρα έχει καλή πρόθεση, αλλά μπορεί να γίνει λίγο ενοχλητική.

γοητευτικός, ωραίος

(formal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Es un hombre bien parecido.
Είναι γοητευτικός (or: ωραίος) άνδρας.

ικανοποιητικός

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El trabajo estaba bien hecho, considerando lo barato que había salido.
Η δουλειά ήταν ικανοποιητική αν αναλογιστεί κανείς το πόσο φτηνή ήταν.

καλλίγραμμος, καλοσχηματισμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El vestido resaltaba el cuerpo bien formado de la mujer.

που σου φτιάχνει την διάθεση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Rita disfruta con las películas que la animan.

προσηνής, καταδεκτικός, φιλικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jim es un hombre amigable y de trato fácil.

όχι εντελώς σωστός, όχι απόλυτα σωστός

locución adjetiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Es una buena traducción pero la elección de esa palabra no está del todo bien.

καλά στα μυαλά μου

locución adjetiva (coloquial) (ανεπίσημο: είμαι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Es un buen chico pero no creo que esté del todo bien de la cabeza.

φρεσκοξυρισμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
En invierno generalmente usa barba, pero en los meses de verano va bien afeitado.

που γνωρίζει/κατέχει αρκετά

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Me tomó años dominar bien el tiempo subjuntivo.

εμφανίσιμος, ευπαρουσίαστος

locución verbal

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

έχω φιλικές σχέσεις με κπ

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Me llevo bien con la gente del trabajo.
Έχω φιλικές σχέσεις με τους συναδέλφους στη δουλειά. Τα πάμε καλά.

δεν είναι κι άσχημα, όχι κι άσχημα, καλούτσικα

locución adjetiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Pensé que iba a odiar mi nuevo trabajo, pero está bastante bien.
Νόμιζα πως θα μισήσω την καινούργια μου δουλειά αλλά δεν είναι κι άσχημα.

που τα έχει παίξει

locución verbal (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mi televisión no va bien, así que no puedo mirar mi programa favorito esta noche.

δουλοπρεπής, δουλικός, χαμερπής, κόλακας

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

λογικός

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Cualquier persona de bien reconocería que está mal robar.

στέρεος, σταθερός, γερός, στιβαρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La sede de la empresa sin duda parece bien construida, pero estéticamente deja mucho que desear.

ορθάνοιχτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Enfrenté la situación con los ojos bien abiertos.
Εξέτασα την κατάσταση με τα μάτια ορθάνοιχτα.

ωραίος, όμορφος

(formal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Eugene es un tipo bien parecido.
Ο Γιουτζίν είναι ωραίος άντρας.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bien στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του bien

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.