Τι σημαίνει το cubrir στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης cubrir στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cubrir στο ισπανικά.

Η λέξη cubrir στο ισπανικά σημαίνει σκεπάζω, καλύπτω, καλύπτω, καλύπτω, περιλαμβάνω, καλύπτω, αντικαθιστώ, καλύπτω, καλύπτω, διασχίζω, καλύπτω, καλύπτω, καλύπτω, καλύπτω, σκεπάζω, καλύπτω, καλύπτω, απλώνομαι, καλύπτω, διαχέομαι σε κτ, υπέρκειμαι, ισοσκελίζω, σκεπάζω, καλύπτω, θάβω, στρώνω, καλύπτω, σκεπάζω, καλύπτω, αλείφω, καλύπτω, ζευγαρώνω, ζευγαρώνω με κτ, καλύπτω, σφυροκοπώ, γράφω, περνάω, περνώ, καλύπτω, σκεπάζω, πληρώνω, δένω, καλύπτω, στρώνω, αντισταθμίζω, εκτείνομαι από κτ μέχρι κτ, καλύπτω, γεμίζω, λούζω, σκεπάζω, καλύπτω, πληρώνω, σκεπάζω, καλύπτω, καλύπτω, σκεπάζω, γεφυρώνω, απλώνομαι, πέφτω, καλύπτω, σκεπάζω, σκεπάζω κτ με κτ, καλύπτω κτ με κτ, καλύπτω, αντικαθιστώ, περιλούζω, λούζω, γεμίζω, στολίζω, καλύπτω, επιχρυσώνω, σαπουνίζω, σβήνω, γεμίζω γραμμές, επιμεταλλώνω, ριχτάρι, φτάνω στο νεκρό σημείο, πληρώνω τον λογαριασμό, ικανοποιώ τις ανάγκες, καλύπτω τις ανάγκες, καλύπτω όλο το φάσμα, αντικαθιστώ, υποκαθιστώ, αναπληρώνω, αντικαθιστώ/αναπληρώνω προσωρινά, κρύβω, καλύπτω με χιόνι, καλύπτω όλο το φάσμα του/της, τυλίγω, πασπαλίζω, ρίχνω υλικό εδαφοκάλυψης, γεμίζω, καλύπτω, καλύπτω με αχυροσκεπή, καλύπτω κτ με κτ, στρώνω κτ με κτ, πασπαλίζω, περιβάλλω με πυκνούς θάμνους, σκεπάζω, κουκουλώνω, πνίγω, καλύπτω με καραβόπανο, κρεμάω κτ σε κτ, απλώνω κτ σε κτ, σκεπάζω κτ/κπ με κτ, καλύπτω κτ/κπ με κτ, πασαλείβω κτ με κτ, σκεπάζω κτ/κπ με κτ, καλύπτω κτ/κπ με κτ, διανέμω, γεμίζω κτ με κτ, καλάμι, καλύπτομαι, αλείφω, καλύπτω, στρώνω με χλοοτάπητα, βάζω γάντια σε κτ, καλύπτω με δέρμα, προστατεύω, καλύπτω, καλύπτω κτ με θάμνους, στρώνω χλοοτάπητα, καλύπτω με τσόχα, καλύπτω κτ με ιστούς αράχνης, καλύπτω κτ με ιστούς αράχνης, ρίχνω κτ σε κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης cubrir

σκεπάζω, καλύπτω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cubre tu cuerpo para que no sientas el aire frío.
Σκέπασε το σώμα σου για να μη σε χτυπάει ο κρύος αέρας.

καλύπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El mantel cubrió toda la mesa.
Το τραπεζομάντιλο κάλυψε (or: σκέπασε) ολόκληρο το τραπέζι.

καλύπτω, περιλαμβάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El costo del boleto, ¿cubre también los tasas administrativas?
Η τιμή αυτού του εισιτηρίου καλύπτει (or: περιλαμβάνει) και τις κρατικές εισφορές;

καλύπτω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Veinte dólares cubren todos los gastos?
Φτάνουν είκοσι δολάρια για όλα τα έξοδα;

αντικαθιστώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si me cubres temporalmente iré a buscar el otro equipo.
Αν μείνεις για λίγο στο πόδι μου, θα φέρω τον υπόλοιπο εξοπλισμό.

καλύπτω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El petróleo cubrió rápidamente todo el lago.

καλύπτω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Este plan cubre accidentes de tránsito.

διασχίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
En el último viaje cubrimos toda Sudamérica.

καλύπτω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ella cubrió la Casa Blanca para el periódico durante dos años.

καλύπτω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cúbreme mientras corro hasta el próximo búnker.
Φύλαγε τα νώτα μου μέχρι να τρέξω στο επόμενο καταφύγιο.

καλύπτω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Tienes suficiente dinero para cubrir la apuesta?

καλύπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Necesitamos cubrir ese cargo tan pronto como sea posible.

σκεπάζω, καλύπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Por favor tapa lo que sobró de comida así podemos comerlo después.
Σκέπασε, σε παρακαλώ, το φαγητό που περίσσεψε για να το φάμε αργότερα. Προσπάθησε να καλύψει τη μελανιά της με μέικ απ.

καλύπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sus compañeros de trabajo trataron de encubrir sus errores.
Οι συνάδελφοί της προσπάθησαν να καλύψουν τα πολλά λάθη της.

απλώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

καλύπτω

(με ασφαλιστικό συμβόλαιο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Me temo que ninguna compañía de seguros está preparada para cubrir nuestra expedición.
Φοβάμαι ότι καμία ασφαλιστική εταιρία δεν είναι σε θέση να καλύψει την αποστολή μας.

διαχέομαι σε κτ

υπέρκειμαι

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό και αυτοπαθητικό: Φανερώνει ότι η ενέργεια την οποία εκτελεί το υποκείμενο επιστρέφει στο ίδιο το υποκείμενο, π.χ. πλένομαι (=πλένω τον εαυτό μου) κλπ. Συχνά ξεκινάει με το πρόθημα αυτο-)

ισοσκελίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Este préstamo alcanzará para cubrir el déficit durante tres meses.
Το δάνειο θα πρέπει να είναι αρκετό για να ισοσκελίσει το έλλειμμα για τρεις γεμάτους μήνες.

σκεπάζω, καλύπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Una espesa niebla cubría los picos de las montañas.
Πυκνή ομίχλη κάλυπτε τις βουνοκορφές.

θάβω

verbo transitivo (μτφ: συνήθως παθητική)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La nueve cubría la carretera.
Ο δρόμος θάφτηκε κάτω από το χιόνι.

στρώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cubrió el recibidor con linóleo.
Έστρωσε λινοτάπητα στο διάδρομο.

καλύπτω, σκεπάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Una capa de escarcha cubría las plantas.
Ένα στρώμα πάγου κάλυψε (or: σκέπασε) τα φυτά.

καλύπτω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El frente de la casa estaba cubierto con piedra caliza.
Το μπροστινό μέρος του σπιτιού ήταν καλυμμένο με ασβεστόλιθο.

αλείφω

verbo transitivo (με λεπτό στρώμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sólo cubre la piel con una capa delgada de crema.

καλύπτω

(con carteles) (με αφίσες)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los chicos cubrieron la valla con anuncios del concierto.
Τα αγόρια γέμισαν το φράχτη με αφίσες για τη διαφήμιση της συναυλίας.

ζευγαρώνω

verbo transitivo (reproducción animal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El toro cubre todas las vacas de la granja.
Ο ταύρος βατεύει όλες τις αγελάδες του αγροκτήματος.

ζευγαρώνω με κτ

verbo transitivo (reproducción animal)

El toro cubre todas las vacas de la granja.
Ο ταύρος βατεύει όλες τις αγελάδες του αγροκτήματος.

καλύπτω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tienes que cubrir la planta con malla de metal para que los ratones no se coman la corteza.

σφυροκοπώ

(figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El enemigo les estaba cubriendo de fuego de artillería.

γράφω

verbo transitivo (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El equipo de ciclistas hoy cubrió setenta millas.
Η ποδηλατική ομάδα έγραψε σήμερα 112 χιλιόμετρα.

περνάω, περνώ

(λεπτή στρώση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Melanie sacó el barniz, lista para cubrir la superficie de la mesa.

καλύπτω, σκεπάζω

verbo transitivo (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πληρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La organización donará dinero para ayudar a sufragar el costo de la gasolina.

δένω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καλύπτω, στρώνω

(comida)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Puedes usar miel para bañar el pastel.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Άλειψε την κρούστα με αυγό για να την κάνει να γυαλίσει.

αντισταθμίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Brian aseguró sus inversiones para mantener a salvo su fondo jubilatorio.
Ο Μπράιαν αντιστάθμισε τις επενδύσεις του για να διατηρήσει ασφαλές το συνταξιοδοτικό του κονδύλιο.

εκτείνομαι από κτ μέχρι κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καλύπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Las llantas del camión estaban embarradas de lodo.
Οι ρόδες του φορτηγού είχαν καλυφθεί από λάσπη.

γεμίζω, λούζω, σκεπάζω, καλύπτω

(figurado) (κπ/κτ με κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
En la foto se veían los novios bañados con confeti.
Στη φωτογραφία ο γαμπρός και η νύφη ήταν λουσμένοι σε κονφετί.

πληρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El padre de la novia pagará la factura de la boda.

σκεπάζω, καλύπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El suelo estaba alfombrado de pétalos de flores.

καλύπτω, σκεπάζω

(fuego) (τη φωτιά με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Aterra el fuego con arena antes de entrar en la tienda de campaña.
Κάλυψε τη φωτιά με άμμο πριν μπεις στη σκηνή σου.

γεφυρώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Un puente se extendía por el desfiladero.
Μια γέφυρα εκτεινόταν πάνω από το φαράγγι.

απλώνομαι, πέφτω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

καλύπτω, σκεπάζω

(κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El chef espolvoreó queso fuerte sobre la pizza.
Ο σεφ έβαλε πάνω στην πίτσα τυρί με έντονη γεύση.

σκεπάζω κτ με κτ, καλύπτω κτ με κτ

Cuando pintamos el techo cubrimos los muebles con sábanas viejas.
Όταν βάψαμε το ταβάνι καλύψαμε τα έπιπλα με παλιά σεντόνια.

καλύπτω, αντικαθιστώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Puedes cubrirme la noche del sábado en el trabajo? Quiero quedarme en casa.
Μπορείς να κάτσεις στο πόδι μου το Σάββατο το βράδυ; Θέλω να κάτσω σπίτι.

περιλούζω, λούζω, γεμίζω, στολίζω

(με έπαινο κλπ., μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Las críticas cubrieron de elogios al escritor después de la publicación de su primera novela.
Οι κριτικοί γέμισαν τον συγγραφέα με επαίνους, μετά την έκδοση του πρώτου του μυθιστορήματος.

καλύπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hizo un excelente trabajo cubriendo al jugador estrella del otro equipo y ganaron el partido.

επιχρυσώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cuidadosamente, el artista doró el borde del florero.

σαπουνίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σβήνω

(με διορθωτικό υγρό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

γεμίζω γραμμές

(κατά λέξη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La lluvia había manchado las ventanas, por lo que era difícil ver el jardín.

επιμεταλλώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El joyero metalizó la figura de piedra.

ριχτάρι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Antes de que te pongas a pintar las paredes pon algo para tapar el piso.

φτάνω στο νεκρό σημείο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A este paso, tendremos suerte si a fin de año salimos hechos.
Με τον ρυθμό που πηγαίνουμε θα είμαστε τυχεροί αν ρεφάρουμε στο τέλος του χρόνου.

πληρώνω τον λογαριασμό

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Para ser aceptada en el exclusivo club de campo, debes estar dispuesto a cubrir los costos asociados que conlleva ser miembro.

ικανοποιώ τις ανάγκες, καλύπτω τις ανάγκες

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No es el coche que querías pero servirá para satisfacer tus necesidades.

καλύπτω όλο το φάσμα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αντικαθιστώ, υποκαθιστώ, αναπληρώνω

(AR, informal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Συχνά αντικαθιστώ τον καθηγητή αγγλικών στο δημόσιο σχολείο.

αντικαθιστώ/αναπληρώνω προσωρινά

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Linda está reemplazando a la secretaria habitual, porque está enferma.
Η Λίντα αναπληρώνει προσωρινά την κανονική γραμματέα για όσο είναι άρρωστη.

κρύβω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καλύπτω με χιόνι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καλύπτω όλο το φάσμα του/της

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τυλίγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Envuelve a los niños antes de sacarlos al frío.

πασπαλίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El cocinero cubrió con harina el pescado antes de freírlo.

ρίχνω υλικό εδαφοκάλυψης

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nuestro jardinero cubre con mantillo el pasto una vez al mes.

γεμίζω

(κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καλύπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καλύπτω με αχυροσκεπή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los hombres se afanaron en techar con paja el tejado antes de la tormenta.

καλύπτω κτ με κτ, στρώνω κτ με κτ

(επιφάνεια με κτ)

Cubre la tarta con una capa de huevo antes de meterla en el horno.
Αλείψτε την επιφάνεια της πίτας με χτυπητό αυγό πριν το ψήσιμο.

πασπαλίζω

(κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cubre los trozos de pollo con harina y condiméntalos con sal y pimienta.

περιβάλλω με πυκνούς θάμνους

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El granjero está cubriendo con un seto sus campos.

σκεπάζω, κουκουλώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cuando vayas a Canadá, asegúrate de envolverte en un buen abrigo.

πνίγω

(μτφ: κπ με κτ, κπ σε κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La madre de Imogen la cubrió a besos.
Η μητέρα της Ίμοτζεν την έπνιγε με την προσοχή της.

καλύπτω με καραβόπανο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κρεμάω κτ σε κτ

Helena cubrió el respaldo de la silla con su abrigo.
Η Έλεν έβαλε το παλτό της στην πλάτη της καρέκλας.

απλώνω κτ σε κτ

Dawn se cubrió de maquillaje la cara.
Η Ντων άπλωσε μέικ-απ στο πρόσωπό της.

σκεπάζω κτ/κπ με κτ, καλύπτω κτ/κπ με κτ

Tim cubrió a Daisy con una capa con capucha para que pudiera pasar desapercibida en el pueblo.
Ο Τιμ σκέπασε την Νταίζη με έναν μανδύα με κουκούλα ώστε να περάσει απαρατήρητη από την πόλη.

πασαλείβω κτ με κτ

(καθομιλουμένη)

Rick se dio vuelta un minuto y los niños llenaron el sofá de helado.
Ο Ρικ γύρισε την πλάτη του για ένα λεπτό και τα παιδιά παράλειψαν με παγωτό όλον τον καναπέ.

σκεπάζω κτ/κπ με κτ, καλύπτω κτ/κπ με κτ

(misterioso) (μεταφορικά)

Su desaparición estuvo envuelta en (or: cubierta con) un halo de misterio.
Η εξαφάνιση της καλυπτόταν από πέπλο μυστηρίου.

διανέμω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Melanie llenó las redes sociales con esa fea foto de su hermano.

γεμίζω κτ με κτ

Irene cubrió todas las carteleras de anuncios de su pueblo para promocionar su café.
Η Άιριν γέμισε όλους τους πίνακες ανακοινώσεων της πόλης με διαφημιστικές αφίσες για το καφέ της.

καλάμι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

καλύπτομαι

(με λεπτό στρώμα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Con el aceite, pronto estuvo el lago cubierto por una película.

αλείφω, καλύπτω

(κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tamsin cogió un puñado de barro de la orilla del río y llenó de barro el brazo de Edgar.

στρώνω με χλοοτάπητα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Hemos decidido poner césped en ese trozo de terreno allí.

βάζω γάντια σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Agatha les puso los guantes a sus hijos antes de que salieran a la nieve.

καλύπτω με δέρμα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El herrero cubrió con cuero el mango de su cuchillo.

προστατεύω, καλύπτω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καλύπτω κτ με θάμνους

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Deberíamos cubrir la motocicleta con hojas para camuflarla.

στρώνω χλοοτάπητα

(σε κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El paisajista recomendó al propietario que cubriera de césped el terreno que está justo delante de la casa.

καλύπτω με τσόχα

locución verbal

καλύπτω κτ με ιστούς αράχνης

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los alumnos cubrieron de telaraña su dormitorio universitario para la fiesta de Noche de Brujas.

καλύπτω κτ με ιστούς αράχνης

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ρίχνω κτ σε κτ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Empolvó la piel del bebé con talco.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cubrir στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του cubrir

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.