Τι σημαίνει το descubierto στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης descubierto στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του descubierto στο ισπανικά.
Η λέξη descubierto στο ισπανικά σημαίνει ακάλυπτος, ασκεπής, ανακαλυφθείς, υπερανάληψη, ακάλυπτος, γυμνός, γυμνός, γυμνός, ανοιχτός, ανακαλύπτω, τραβάω, ανακαλύπτω, μαθαίνω, βρίσκω, ανακαλύπτω, ανακαλύπτω, ξεσκεπάζω, ανακαλύπτω, βρίσκω, ανακαλύπτω, μαθαίνω, ανακαλύπτω, μαθαίνω, αποκαλύπτω, λύνω, επιλύω, αποκαλύπτω, ανακαλύπτω, ανακαλύπτω, ανακαλύπτω, αποκαλύπτω, ανακαλύπτω, αναζητώ, ψάχνω, αποκαλύπτω, φανερώνω, βρίσκω, βγάζω στη φόρα, μαθαίνω, κοιτάζω, βλέπω, αποκαλύπτω, φανερώνω, ανακαλύπτω, ανοιχτός χώρος, αποκαλύπτω, φανερώνω, φανερός, ευάλωτος σε επίθεση, γυμνόστηθος, ανοιχτό θέατρο, καθαρός ουρανός, ξεσκεπάζομαι, εκτεθειμένος σε κτ, ανοιχτή πώληση, αρκούδα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης descubierto
ακάλυπτοςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ασκεπής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ανακαλυφθείς
(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) El tesoro descubierto recientemente había estado enterrado en un bosque. |
υπερανάληψη(bancario) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Solo tengo $5 en mi cuenta; voy a tener que usar el descubierto para pagar las facturas de aquí al día de pago. Έχω μόνο 5 δολάρια στον λογαριασμό μου. Πρέπει να κάνω υπερανάληψη για να πληρώσω τους λογαριασμούς μου από τώρα μέχρι την ημέρα που θα πληρωθώ. |
ακάλυπτος, γυμνός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Rachel llevaba un vestido veraniego, pero por la noche refrescó, así que se cubrió los hombros descubiertos con un chal. Η Ρέιτσελ φορούσε ένα καλοκαιρινό φόρεμα, το βραδάκι όμως είχε κρύο οπότε σκέπασε τους γυμνούς της ώμους με ένα σάλι. |
γυμνός(μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Antaño, que una mujer fuese a la iglesia con la cabeza descubierta era considerado tabú. |
γυμνός(pies) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Tenía cortes en los pies descalzos de las piedras puntiagudas. Όλες αυτές οι αιχμηρές πέτρες πλήγωσαν τα γυμνά του πόδια. |
ανοιχτός(μτφ: χωρίς στέγη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Me encanta nadar en piscinas al aire libre. |
ανακαλύπτω(investigación) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Glenn le dijo a sus padres que había pasado la noche estudiando en casa de un amigo, pero al final descubrieron la verdad. Ο Γκλεν είπε στους γονείς του ότι πέρασε τη νύχτα στο σπίτι ενός φίλου του διαβάζοντας, αλλά εκείνοι τελικά ανακάλυψαν την αλήθεια. |
τραβάω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ανακαλύπτω, μαθαίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Acabo de descubrir que mi hermana está embarazada. Μόλις έμαθα ότι η αδερφή μου είναι έγκυος. |
βρίσκω, ανακαλύπτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Un buen auditor puede descubrir los problemas que ha disfrazado un contador. |
ανακαλύπτωverbo transitivo (aprender) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ayer descubrió el mundo de los foros en línea. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Όταν έμαθε ότι την απατούσε, έγινε έξαλλη. |
ξεσκεπάζω(algo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Descubre la cacerola y deja que la sopa hierva a fuego lento sin la tapa durante diez minutos más. Ξεσκέπασε την κατσαρόλα και άφησε τη σούπα να σιγοβράσει χωρίς το καπάκι για άλλα δέκα λεπτά. |
ανακαλύπτω, βρίσκω(figurado) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ayer descubrí verdaderos tesoros en la librería de segunda mano. |
ανακαλύπτωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La descubrieron en un espectáculo local de aficionados. Έγινε γνωστή από κάποιον τοπικό διαγωνισμό ταλέντων. |
μαθαίνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Adivina lo que acabo de descubrir escuchando una conversación telefónica? Μάντεψε τι έμαθα ακούγοντας μια τηλεφωνική συζήτηση! |
ανακαλύπτω, μαθαίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αποκαλύπτωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El locutor lo descubrió como el autor del libro. Ο ομιλητής αποκάλυψε ότι ήταν εκείνος ο συγγραφέας της επίμαχης έκθεσης. |
λύνω, επιλύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Poirot consiguió descubrir el misterio. |
αποκαλύπτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La reina descubrió la nueva estatua. |
ανακαλύπτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Karen descubrió la mentira de su esposo cuando lo encontró dormido en el parque en vez de en el trabajo. |
ανακαλύπτω(por descarte) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ανακαλύπτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los chicos encontraron un cofre del tesoro en la isla. Τα αγόρια ανακάλυψαν ένα σεντούκι με θησαυρό στο νησί. |
αποκαλύπτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ανακαλύπτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αναζητώ, ψάχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El granjero contrató a un hombre para que detectase fuentes de agua subterráneas en sus campos cuando el arroyo empezó a secarse. |
αποκαλύπτω, φανερώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pronto se mostrará la verdad. Σύντομα, η αλήθεια θα αποκαλυφθεί (or: φανερωθεί) σε όλους. |
βρίσκω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El pueblo creció después de que alguien encontrara oro en ese lugar. |
βγάζω στη φόρα(ανεπίσημο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El jefe destapó el negocio paralelo de Daisy de vender equipamiento de oficina, cuando descubrió una de las laptop de la empresa en un sitio de subastas. |
μαθαίνωverbo transitivo (ποιος, τι, γιατί) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Después de semanas de trabajo el detective finalmente descubrió (or: averiguó) quién era el asesino. Μετά από δουλειά εβδομάδων, ο αστυνόμος τελικά βρήκε ποιος ήταν ο δολοφόνος. |
κοιτάζω, βλέπωverbo transitivo (cartas: poner boca arriba) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pon tus cartas boca abajo sin descubrir ninguna. Άνοιξε τα χαρτιά σου χωρίς να κοιτάζεις κανένα. |
αποκαλύπτω, φανερώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El Director General develó sus planes para mejorar la empresa. Ο Διευθύνων Σύμβουλος αποκάλυψε τα σχέδιά του να βελτιώσει την επιχείρηση. |
ανακαλύπτω(conclusión) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Encontramos que los dos autos funcionaban igual de bien. Διαπιστώσαμε ότι όλα τα αυτοκίνητα απέδωσαν εξίσου καλά. |
ανοιχτός χώρος
Ponlo en un lugar despejado para que todos lo podamos distinguir de entre el grupo. Βάλ'το σε ανοιχτό χώρο, για να το βλέπουμε μέσα σε όλη αυτή την ακαταστασία. |
αποκαλύπτω, φανερώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los hechos revelan la verdad. Τα γεγονότα αποκαλύπτουν την αλήθεια. |
φανερός(no oculto) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ευάλωτος σε επίθεσηlocución adverbial (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Los soldados enemigos estaban en el medio de un campo, al descubierto, no camuflados. |
γυμνόστηθος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ανοιχτό θέατρο
|
καθαρός ουρανός
|
ξεσκεπάζομαιverbo copulativo (μτφ, καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El joven fue descubierto cuando trató de vender el coche robado. |
εκτεθειμένος σε κτ
La infantería quedó expuesta a un ataque. Το πεζικό βρισκόταν εκτεθειμένο σε επίθεση. |
ανοιχτή πώληση
|
αρκούδα(ζαργκόν, μτφ: οικονομία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Un vendedor al descubierto vende cuando espera que los precios bajen todavía más. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του descubierto στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του descubierto
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.