Τι σημαίνει το cubierta στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης cubierta στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cubierta στο ισπανικά.

Η λέξη cubierta στο ισπανικά σημαίνει κατάστρωμα, κάλυμμα, σκέπασμα, κάλυψη, κάλυμμα, επένδυση, επικάλυψη, περίβλημα, κάλυμμα, περικάλυμμα, μόνωση, περίβλημα, κάλυμμα, περίβλημα, καπάκι, επικάλυψη, κάλλυμα μηχανής, εξώφυλλο βιβλίου, θήκη, περίβλημα, κάλυμμα, θήκη, καλυμμένος, κουβέρ, στρώσιμο τραπεζιου, που είναι σαν να έχει βγάλει τρίχωμα, με σκεπαστό διάδρομο, μαχαιροπίρουνο, κουταλοπίρουνο, ντυμένος με κτ, καλυμμένος, που καλύπτεται, καλυμμένος, σκεπασμένος, άτομο, συννεφιασμένος, βαρύς, σκοτεινός, κουβέρ, φιλοδώρημα, σερβίτσιο, σκεπάζω, καλύπτω, καλύπτω, καλύπτω, περιλαμβάνω, καλύπτω, αντικαθιστώ, καλύπτω, καλύπτω, διασχίζω, καλύπτω, καλύπτω, καλύπτω, απλώνομαι, καλύπτω, διαχέομαι σε κτ, υπέρκειμαι, ισοσκελίζω, σκεπάζω, καλύπτω, θάβω, στρώνω, καλύπτω, σκεπάζω, καλύπτω, καλύπτω, αλείφω, καλύπτω, ζευγαρώνω, ζευγαρώνω με κτ, καλύπτω, σφυροκοπώ, γράφω, περνάω, περνώ, καλύπτω, σκεπάζω, πληρώνω, σκεπάζω, καλύπτω, δένω, καλύπτω, στρώνω, καλύπτω, αντισταθμίζω, εκτείνομαι από κτ μέχρι κτ, καλύπτω, γεμίζω, λούζω, σκεπάζω, καλύπτω, πληρώνω, σκεπάζω, καλύπτω, καλύπτω, σκεπάζω, αχυροσκεπή, εσωτερική πισίνα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης cubierta

κατάστρωμα

nombre femenino (barco)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El marinero se paró en la cubierta.
Ο ναύτης στεκόταν στο κατάστρωμα.

κάλυμμα, σκέπασμα

(protección)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Pusieron una cubierta sobre el piano para protegerlo.
Έβαλαν ένα κάλυμμα (or: σκέπασμα) πάνω στο πιάνο για προστασία.

κάλυψη

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Estas plantas pequeñas proveen una buena cobertura para el terreno.

κάλυμμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El ornitorrinco está protegido del frío por una cubierta gruesa de pelaje resistente al agua. La cubierta del piso era un poco más oscura que las paredes.

επένδυση, επικάλυψη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

περίβλημα, κάλυμμα, περικάλυμμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ella le quitó la cubierta al libro porque se rompió.

μόνωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Si le pones una cubierta a este tubo no se congelará tan fácilmente.

περίβλημα

(cable)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Una cubierta de plástico protegía los cables.

κάλυμμα

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Había una cubierta sobre la cañería que debía ser quitada antes de que los trabajadores pudieran continuar trabajando.

περίβλημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Cuando se me cayó mi portátil se rajó el revestimiento.

καπάκι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Dean le sacó la tapa al contenedor.
Ο Ντιν έβγαλε το καπάκι από το δοχείο.

επικάλυψη

(AR, ES)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Para el pícnic hice una tarta de queso con cobertura de fresa.

κάλλυμα μηχανής

(aviones)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

εξώφυλλο βιβλίου

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Hay pocos encuadernadores que puedan restaurar la letra de oro de las tapas de cuero de los libros.

θήκη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La billetera tenía fundas para las tarjetas de créditos.
Το πορτοφόλι είχε τσέπες (or: θήκες) για πιστωτικές κάρτες.

περίβλημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Una capa de gases rodea la Tierra.
Ένα αέριο περίβλημα περιβάλει τη Γη.

κάλυμμα

Los pisos tienen una capa alfombrada.

θήκη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Voy a tejer una funda para mi teléfono.
Θα πλέξω μια θήκη για το τηλέφωνό μου.

καλυμμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
El perro llegó a casa cubierto de barro.

κουβέρ

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Cuando vas a un restaurante tienes que tener en cuenta no sólo lo que vas a consumir, sino también el cubierto y en algunos casos la propina.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Στα ευρωπαϊκά εστιατόρια, συχνά υπάρχει κουβέρ για το ψωμί και το βούτυρο.

στρώσιμο τραπεζιου

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La mesa es lo bastante grande para seis cubiertos.

που είναι σαν να έχει βγάλει τρίχωμα

(μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La vieja pizza vieja estaba cubierta de moho.
Η παλιά πίτσα ήταν σαν να έβγαλε τρίχωμα από μούχλα.

με σκεπαστό διάδρομο

adjetivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μαχαιροπίρουνο, κουταλοπίρουνο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Los camareros estaban colocando los cubiertos sobre las mesas.

ντυμένος με κτ

adjetivo

El granero tiene un techo cubierto de acero.

καλυμμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

που καλύπτεται

adjetivo (για ασφάλιστρα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Las colonoscopias no se encuentran cubiertas en muchos planes de seguros de salud.

καλυμμένος, σκεπασμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Estuvo nevando toda la noche y el auto está completamente cubierto.
Χιόνιζε όλη τη νύχτα και το αμάξι είναι εντελώς καλυμμένο με χιόνι! Θα πρέπει να το καθαρίσω πριν πάω στη δουλειά.

άτομο

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El almuerzo costará cincuenta dólares el cubierto.
Το γεύμα θα κοστίσει πενήντα δολάρια το άτομο.

συννεφιασμένος

(καιρός, μέρα)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Está nublado hoy; espero que no llueva.
Έχει συννεφιά σήμερα, ελπίζω να μη βρέξει.

βαρύς, σκοτεινός

(cielo) (μτφ: ουρανός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El cielo estaba encapotado y amenazaba con llover.
Ο βαρύς ουρανός απειλούσε με βροχή.

κουβέρ, φιλοδώρημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Se agrega un 10% de propina a la factura del restaurante.

σερβίτσιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
¿Cuántos sitios hacen falta en la mesa?

σκεπάζω, καλύπτω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cubre tu cuerpo para que no sientas el aire frío.
Σκέπασε το σώμα σου για να μη σε χτυπάει ο κρύος αέρας.

καλύπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El mantel cubrió toda la mesa.
Το τραπεζομάντιλο κάλυψε (or: σκέπασε) ολόκληρο το τραπέζι.

καλύπτω, περιλαμβάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El costo del boleto, ¿cubre también los tasas administrativas?
Η τιμή αυτού του εισιτηρίου καλύπτει (or: περιλαμβάνει) και τις κρατικές εισφορές;

καλύπτω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Veinte dólares cubren todos los gastos?
Φτάνουν είκοσι δολάρια για όλα τα έξοδα;

αντικαθιστώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si me cubres temporalmente iré a buscar el otro equipo.
Αν μείνεις για λίγο στο πόδι μου, θα φέρω τον υπόλοιπο εξοπλισμό.

καλύπτω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El petróleo cubrió rápidamente todo el lago.

καλύπτω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Este plan cubre accidentes de tránsito.

διασχίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
En el último viaje cubrimos toda Sudamérica.

καλύπτω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ella cubrió la Casa Blanca para el periódico durante dos años.

καλύπτω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cúbreme mientras corro hasta el próximo búnker.
Φύλαγε τα νώτα μου μέχρι να τρέξω στο επόμενο καταφύγιο.

καλύπτω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Tienes suficiente dinero para cubrir la apuesta?

απλώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

καλύπτω

(με ασφαλιστικό συμβόλαιο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Me temo que ninguna compañía de seguros está preparada para cubrir nuestra expedición.
Φοβάμαι ότι καμία ασφαλιστική εταιρία δεν είναι σε θέση να καλύψει την αποστολή μας.

διαχέομαι σε κτ

υπέρκειμαι

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό και αυτοπαθητικό: Φανερώνει ότι η ενέργεια την οποία εκτελεί το υποκείμενο επιστρέφει στο ίδιο το υποκείμενο, π.χ. πλένομαι (=πλένω τον εαυτό μου) κλπ. Συχνά ξεκινάει με το πρόθημα αυτο-)

ισοσκελίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Este préstamo alcanzará para cubrir el déficit durante tres meses.
Το δάνειο θα πρέπει να είναι αρκετό για να ισοσκελίσει το έλλειμμα για τρεις γεμάτους μήνες.

σκεπάζω, καλύπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Una espesa niebla cubría los picos de las montañas.
Πυκνή ομίχλη κάλυπτε τις βουνοκορφές.

θάβω

verbo transitivo (μτφ: συνήθως παθητική)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La nueve cubría la carretera.
Ο δρόμος θάφτηκε κάτω από το χιόνι.

στρώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cubrió el recibidor con linóleo.
Έστρωσε λινοτάπητα στο διάδρομο.

καλύπτω, σκεπάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Una capa de escarcha cubría las plantas.
Ένα στρώμα πάγου κάλυψε (or: σκέπασε) τα φυτά.

καλύπτω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El frente de la casa estaba cubierto con piedra caliza.
Το μπροστινό μέρος του σπιτιού ήταν καλυμμένο με ασβεστόλιθο.

καλύπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Necesitamos cubrir ese cargo tan pronto como sea posible.

αλείφω

verbo transitivo (με λεπτό στρώμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sólo cubre la piel con una capa delgada de crema.

καλύπτω

(con carteles) (με αφίσες)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los chicos cubrieron la valla con anuncios del concierto.
Τα αγόρια γέμισαν το φράχτη με αφίσες για τη διαφήμιση της συναυλίας.

ζευγαρώνω

verbo transitivo (reproducción animal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El toro cubre todas las vacas de la granja.
Ο ταύρος βατεύει όλες τις αγελάδες του αγροκτήματος.

ζευγαρώνω με κτ

verbo transitivo (reproducción animal)

El toro cubre todas las vacas de la granja.
Ο ταύρος βατεύει όλες τις αγελάδες του αγροκτήματος.

καλύπτω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tienes que cubrir la planta con malla de metal para que los ratones no se coman la corteza.

σφυροκοπώ

(figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El enemigo les estaba cubriendo de fuego de artillería.

γράφω

verbo transitivo (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El equipo de ciclistas hoy cubrió setenta millas.
Η ποδηλατική ομάδα έγραψε σήμερα 112 χιλιόμετρα.

περνάω, περνώ

(λεπτή στρώση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Melanie sacó el barniz, lista para cubrir la superficie de la mesa.

καλύπτω, σκεπάζω

verbo transitivo (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πληρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La organización donará dinero para ayudar a sufragar el costo de la gasolina.

σκεπάζω, καλύπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Por favor tapa lo que sobró de comida así podemos comerlo después.
Σκέπασε, σε παρακαλώ, το φαγητό που περίσσεψε για να το φάμε αργότερα. Προσπάθησε να καλύψει τη μελανιά της με μέικ απ.

δένω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καλύπτω, στρώνω

(comida)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Puedes usar miel para bañar el pastel.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Άλειψε την κρούστα με αυγό για να την κάνει να γυαλίσει.

καλύπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sus compañeros de trabajo trataron de encubrir sus errores.
Οι συνάδελφοί της προσπάθησαν να καλύψουν τα πολλά λάθη της.

αντισταθμίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Brian aseguró sus inversiones para mantener a salvo su fondo jubilatorio.
Ο Μπράιαν αντιστάθμισε τις επενδύσεις του για να διατηρήσει ασφαλές το συνταξιοδοτικό του κονδύλιο.

εκτείνομαι από κτ μέχρι κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καλύπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Las llantas del camión estaban embarradas de lodo.
Οι ρόδες του φορτηγού είχαν καλυφθεί από λάσπη.

γεμίζω, λούζω, σκεπάζω, καλύπτω

(figurado) (κπ/κτ με κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
En la foto se veían los novios bañados con confeti.
Στη φωτογραφία ο γαμπρός και η νύφη ήταν λουσμένοι σε κονφετί.

πληρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El padre de la novia pagará la factura de la boda.

σκεπάζω, καλύπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El suelo estaba alfombrado de pétalos de flores.

καλύπτω, σκεπάζω

(fuego) (τη φωτιά με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Aterra el fuego con arena antes de entrar en la tienda de campaña.
Κάλυψε τη φωτιά με άμμο πριν μπεις στη σκηνή σου.

αχυροσκεπή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Muchas de las casas más viejas de la zona tienen techos hechos de paja.

εσωτερική πισίνα

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cubierta στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.