Τι σημαίνει το d'or στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης d'or στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του d'or στο Γαλλικά.
Η λέξη d'or στο Γαλλικά σημαίνει χρυσός, χρυσός, χρυσαφένιος, χρυσός, χρυσαφένιος, επιχρυσώνω, που αξίζει το βάρος του σε χρυσό, Η σιωπή είναι χρυσός., χρυσωρυχείο, μαμμωνάς, νεραγκούλα, ράβδος χρυσού, χρυσό μετάλλιο, πεντηκοστή επέτειος, χρυσός κανόνας, χρυσόσκονη, λεπτό φύλλο χρυσού, λεπτό φύλλο χρυσού, χρυσωρυχείο, χρυσοθήρας, χρυσή εποχή, χρυσή επέτειος, Χρυσούς Αιών, χρυσορυχείο, ένδοξο παρελθόν, βιβλίο επισκεπτών, μετανάστης στην Καλιφόρνια το 1849 για να συμμετάσχει στον πυρετό του χρυσού, υδραστίδα, Χρυσομαλλούσα, η κότα με τα χρυσά αβγά, χρυσωρυχείο, μπόνους καλωσορίσματος, ψήγμα χρυσού, εποχή μεγάλης οικονομικής άνθισης στο τέλος του 19ου αιώνα στις ΗΠΑ, επιχρυσώνω, κουτί από πυξό του Νομισματοκοπείου της Αγγλίας για τη φύλαξη των προς έλεγχο πρότυπων νομισμάτων, βιβλίο επισκεπτών, Χρυσό Αστέρι, χρυσοθήρας, χρυσό ιωβηλαίο, η κότα με τα χρυσά αβγά, πληρώνω τα μαλλιά της κεφαλής μου για κτ, σολιδάγο, χρυσό νόμισμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης d'or
χρυσός(âge) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) À son âge d'or, l'Empire romain s'étendait tout autour de la Méditerranéen. |
χρυσός, χρυσαφένιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Une lumière dorée passait à travers les rideaux. Το χρυσό φως έλαμπε καθώς έμπαινε από το παράθυρο. |
χρυσός, χρυσαφένιοςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le roi portait une couronne en or. Ο βασιλιάς φορούσε χρυσό στέμμα. |
επιχρυσώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'artiste a soigneusement doré le bord du vase. |
που αξίζει το βάρος του σε χρυσόlocution verbale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Si vous utilisez beaucoup Internet, le haut débit vaut son pesant d'or. |
Η σιωπή είναι χρυσός.
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χρυσωρυχείοnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μαμμωνάςnom masculin (richesse) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
νεραγκούλα(Botanique : ranunculus repens) (φυτό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ράβδος χρυσούnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
χρυσό μετάλλιοnom féminin |
πεντηκοστή επέτειοςnom masculin (cinquantième anniversaire) Vera Lynn a chanté devant Buckingham Palace en 1995 pour marquer le jubilé d'or du 8 mai 1945. |
χρυσός κανόναςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) La règle d'or consiste à traiter les autres comme tu voudrais être traité |
χρυσόσκονηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
λεπτό φύλλο χρυσούnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
λεπτό φύλλο χρυσούnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) On dirait de l'or massif mais ce n'est que du plâtre recouvert d'une feuille d'or. |
χρυσωρυχείοnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
χρυσοθήραςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
χρυσή εποχήnom masculin (μεταφορικά) L'âge d'or des vols à bas prix est quasiment fini. |
χρυσή επέτειοςnom féminin pluriel (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mes parents fêtent leurs noces d'or l'année prochaine. |
Χρυσούς Αιώνnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Certains considèrent le 18e siècle comme l'âge d'or de la raison. |
χρυσορυχείοnom féminin (figuré) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'eau en bouteille est la poule aux œufs d'or du nouveau millénaire , cela vaut plus que de l'essence ! |
ένδοξο παρελθόνnom masculin L'humanité est toujours tentée de chercher à revenir à son âge d'or. |
βιβλίο επισκεπτώνnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Merci de signer notre livre d'or avant de partir. Σας παρακαλούμε να υπογράψετε το βιβλίο επισκεπτών πριν αναχωρήσετε από το ξενοδοχείο. |
μετανάστης στην Καλιφόρνια το 1849 για να συμμετάσχει στον πυρετό του χρυσούnom masculin (Histoire américaine) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
υδραστίδαnom masculin (plante) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
Χρυσομαλλούσαnom propre féminin (personnage de conte) (κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.) |
η κότα με τα χρυσά αβγάnom féminin (figuré) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
χρυσωρυχείο(μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μπόνους καλωσορίσματος
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ψήγμα χρυσούnom féminin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
εποχή μεγάλης οικονομικής άνθισης στο τέλος του 19ου αιώνα στις ΗΠΑnom masculin (fin du XIXe) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
επιχρυσώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La broche est en argent fin qui a été dorée (or: couverte d'or). |
κουτί από πυξό του Νομισματοκοπείου της Αγγλίας για τη φύλαξη των προς έλεγχο πρότυπων νομισμάτωνnom féminin (Hôtel des Monnaies de Londres) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
βιβλίο επισκεπτώνnom masculin (sur site Internet) (μεταφορικά: ιστοσελίδα) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
Χρυσό Αστέριnom féminin (Union soviétique) (παράσημο) L'Union soviétique a décerné l'étoile d'or aux "héros" de l'État communiste. |
χρυσοθήραςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
χρυσό ιωβηλαίοnom masculin (règne monarchique : 50 ans) Le Roi Bhumibol Adulyadej de Thaïlande a fêté son jubilé d'or le 9 juin 1996. |
η κότα με τα χρυσά αβγάnom féminin (figuré) (μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
πληρώνω τα μαλλιά της κεφαλής μου για κτlocution verbale (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σολιδάγοnom féminin (Botanique) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
χρυσό νόμισμαnom féminin pluriel La princesse donnait des pièces d'or aux enfants quand elle marchait dans la rue. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του d'or στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του d'or
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.