Τι σημαίνει το dab στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης dab στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dab στο Αγγλικά.

Η λέξη dab στο Αγγλικά σημαίνει πιέζω ελαφρά, πιέζω ελαφρά, πατάω ελαφρά, λίγος, εφαρμόζω κτ ταμποναριστά σε κτ, βάζω, ακουμπώ, γλώσσα λιμάντα, λίγος, νταμπ, ακουμπάω κτ σε κτ, χορεύω νταμπ, αλείφω κτ σε κτ, απλώνω κτ σε κτ, αλείφω κτ σε κτ, απλώνω κτ σε κτ, επιδέξιος, ικανός, ακριβώς. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης dab

πιέζω ελαφρά

transitive verb (pat, touch)

Don't rub the camera lens, just gently dab it with a soft cloth.

πιέζω ελαφρά, πατάω ελαφρά

(pat, touch)

The girl dabbed carefully at her wound.

λίγος

noun (small amount)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Give me just a dab of that lotion, please.
Δώσε μου λίγη λοσιόν, σε παρακαλώ.

εφαρμόζω κτ ταμποναριστά σε κτ

(apply by dabbing)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Michelle dabbed some lotion onto her hands.

βάζω, ακουμπώ

(apply by dabbing) (γύρω-γύρω σε κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dab the pieces of butter around the top of the pie.

γλώσσα λιμάντα

noun (flat fish)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The catch of dab is way down this year.

λίγος

noun (small amount)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I don't want a lot of whipped cream; just give me a dab.

νταμπ

noun (slang (dance move)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The dab is a popular dance move.

ακουμπάω κτ σε κτ

verbal expression (cover using small strokes)

The artist timidly dabbed at the canvas with small brush strokes.

χορεύω νταμπ

intransitive verb (slang (make dance move)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The singers dabbed on stage.

αλείφω κτ σε κτ, απλώνω κτ σε κτ

(cover using small strokes) (με μικρές κινήσεις)

Stop dabbing the wall with paint like that - use longer strokes.

αλείφω κτ σε κτ, απλώνω κτ σε κτ

(apply by dabbing) (με μικρές κινήσεις)

Dab a little olive oil on the crust.

επιδέξιος, ικανός

noun (informal (skilled person)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Could you help me roll this pastry? I hear you're a dab hand in the kitchen.

ακριβώς

adverb (informal (precisely, squarely)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dab στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.