Τι σημαίνει το stroke στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης stroke στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του stroke στο Αγγλικά.

Η λέξη stroke στο Αγγλικά σημαίνει εγκεφαλικό επεισόδιο, χτύπημα, χτύπημα, βολή, χάδι, χεριά, στυλ, χαϊδεύω, χτύπος, πινελιά, μολυβιά, κίνηση, χρόνος, ακριβώς, πρόσθιο, πέρασμα της βούρτσας, πινελιά, τετράχρονος κινητήρας, ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο, μολυβιά, πανέξυπνη ιδέα, καταπληκτική ιδέα, μεγαλειώδης ιδέα, καλοτυχία, καλή τύχη, δίχρονος, κινητήρας δύο χρόνων. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης stroke

εγκεφαλικό επεισόδιο

noun (medical: apoplexy) (ιατρική)

My grandfather died of a stroke.
Ο παππούς μου πέθανε από εγκεφαλικό.

χτύπημα

noun (swing)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
It took three strokes of the axe to cut the log in two.
Χρειάστηκαν τρεις τσεκουριές για να κοπεί το κούτσουρο στα δύο.

χτύπημα

noun (act of striking)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He received 40 strokes of the whip as punishment.
Για τιμωρία δέχτηκε 40 χτυπήματα με το μαστίγιο.

βολή

noun (sport: hit, swing)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The golfer's stroke could be improved upon.
Η βολή του παίκτη του γκολφ θα μπορούσε να βελτιωθεί.

χάδι

noun (caress)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The groom soothed the horse with long, firm strokes.

χεριά

noun (movement: swimming, rowing) (κολύμβηση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The swimmer had a powerful stroke that propelled him forward.

στυλ

noun (swimming: type of movement) (κολύμβησης)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Mike's favorite stroke was the crawl.

χαϊδεύω

transitive verb (rub, caress)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She stroked the cat's fur.
Χάιδεψε το τρίχωμα της γάτας.

χτύπος

noun (dated (heartbeat)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The basketball player was so nervous that he could feel the strokes of his heart.

πινελιά

noun (dab of a paintbrush)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Painting the sky took many strokes.

μολυβιά

noun (drawing, writing: line or mark)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The letter T is formed with two strokes of the pen.

κίνηση

noun (act of stroking)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We learned some new massage strokes in class.

χρόνος

noun (movement of piston) (μτφ: μηχανολογία)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
How long does it take the engine to complete a stroke?

ακριβώς

preposition (at exactly: a given hour)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The party ended at the stroke of midnight.
Το πάρτι τελείωσε μεσάνυχτα νταν.

πρόσθιο

noun (face-down swimming stroke) (κολύμβηση)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πέρασμα της βούρτσας

noun (movement of a brush)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πινελιά

noun (mark made by a paintbrush)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I prefer painting walls with a roller because otherwise you can see all my brush strokes.

τετράχρονος κινητήρας

noun (internal combustion engine)

ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο

noun (cerebrovascular accident)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μολυβιά

noun (mark made by a pencil)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I wanted to be a writer but I stopped after the first pencil stroke.

πανέξυπνη ιδέα, καταπληκτική ιδέα, μεγαλειώδης ιδέα

noun (brilliant idea)

καλοτυχία, καλή τύχη

noun (fortunate occurrence)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
By a stroke of luck, I found a parking space on the crowded street. It was a stroke of luck that brought us together.
Ήταν καλή τύχη που βρήκα θέση να παρκάρω στον πολυσύχναστο δρόμο.

δίχρονος

adjective (relating to certain engine type)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κινητήρας δύο χρόνων

noun (internal-combustion engine)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του stroke στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του stroke

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.