Τι σημαίνει το touch στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης touch στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του touch στο Αγγλικά.

Η λέξη touch στο Αγγλικά σημαίνει αγγίζω, αγγίζω, ψηλαφίζω, αγγίζω, άγγιγμα, πινελιά, ταλέντο, αφή, υφή, αίσθηση, επικοινωνία, επαφή, τρόπος, μολυβιά, λεπτομέρεια, τράκα, λίγος, ακουμπάω, ακουμπώ, ακουμπάω, ακουμπώ, ακουμπάω, ακουμπώ, πιάνω, φτάνω, προσεγγίζω, αγγίζω, αγγίζω, ακουμπάω, ακουμπώ, θίγω, αφορώ, ζητάω δανεικά, εφάπτομαι, βλάπτω, προσγειώνομαι, προσεδαφίζομαι, κάνω touch down, πυροδοτώ, αναφέρω, θίγω, χουφτώνω, μπαλαμουτιάζω, κάνω μικροβελτιώσεις σε κτ, αναφέρω, θίγω, κρατάω επαφή, μιλάω, επικοινωνώ με κπ, κρατάω επαφή με κπ, είμαι σε επαφή με κπ, επαφή με το λαό, χάνω επαφή, τελευταίες πινελιές, τελευταία πινελιά, λεπτή προσέγγιση, επικοινωνώ, έρχομαι σε επαφή, έρχομαι σε επαφή με κπ, έρχομαι σε επικοινωνία με κπ, θίγω ένα ευαίσθητο ζήτημα, κρατάω επαφή, κρατώ επαφή, κρατάω επαφή, κρατώ επαφή, χτύπα ξύλο, ελαφρύ άγγιγμα, μικρή πινελιά, χάνω επαφή, χάνω επαφή, το άγγιγμα του Μίδα, δεν ξέρω τι μου γίνεται, δεν έχω καμία επαφή με κτ, δεν έχω καμία σχέση με κτ, δεν έχω επαφή με κτ, δεν έχω σχέση με κτ, δεν έχω επαφές, δεν κρατάω επαφή, δεν έχω επαφές με κπ, δεν κρατάω επαφή με κπ, εκτός πραγματικότητας, φέρνω κπ σε επαφή με κπ, φέρω κπ σε επαφή με κπ άλλον, κλοτσώ τη μπάλα εκτός αγωνιστικού χώρου, αίσθηση της αφής, εύκολος, επικοινωνώ, κρατώ επαφή, επισφαλής κατάσταση, επικοινωνώ, επικοινωνώ με κπ, προσγείωση, γκολ, είδος αμερικάνικου ποδοσφαίρου, ακουμπώ ελαφρά, οθόνη αφής, ανανέωση, αγγίζω την καρδιά σου, με οθόνη αφής, αφής, με τονικά πλήκτρα, πληκτρολογώ χωρίς να κοιτάζω το πληκτρολόγιο, τυφλό σύστημα πληκτρολόγησης, φιτίλι, καταλύτης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης touch

αγγίζω

transitive verb (enter into contact with)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He touched her shoulder.
Την άγγιξε στον ώμο.

αγγίζω, ψηλαφίζω

transitive verb (feel with the hands, etc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She touched the blouse to feel its fabric.
Άγγιξε (or: ψηλάφισε) την μπλούζα για να νιώσει το ύφασμα.

αγγίζω

transitive verb (move emotionally) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She was touched by the woman's life story.
Η ιστορία της γυναίκας την άγγιξε.

άγγιγμα

noun (physical contact)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
His touch comforted her.
Το άγγιγμά του την παρηγόρησε.

πινελιά

noun (figurative (style) (μεταφορικά: στιλ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The designer from Milan added an Italian touch to the room.
Ο σχεδιαστής από το Μιλάνο προσέθεσε μια ιταλική πινελιά στο δωμάτιο.

ταλέντο

noun (skill)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He has a good touch with the football.
Έχει ταλέντο στο ποδόσφαιρο.

αφή

noun (sense)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He has no sense of touch in his fingers.

υφή, αίσθηση

noun (sensation, the way [sth] feels)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Many people like the touch of silk.

επικοινωνία

noun (communication)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I need to get in touch with him. Let me phone him now.
Πρέπει να έρθω σε επικοινωνία μαζί του. Ας του τηλεφωνήσω τώρα.

επαφή

noun (awareness)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The leader has lost touch with popular will.

τρόπος

noun (figurative (manner)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
She has a nice touch with the customers that they appreciate.

μολυβιά

noun (stroke of a pencil, etc.)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The penman put a bold touch on every serif.

λεπτομέρεια

noun (figurative (detail)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
They have added some nice touches to this kitchen. Look at those details.

τράκα

noun (US, informal, figurative (request for money) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
That was a touch for five thousand dollars! How rich does he think I am?

λίγος

noun (small amount)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
John is staying home from work today because he has a touch of fever.

ακουμπάω, ακουμπώ

intransitive verb (be in contact)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The two tables touched.

ακουμπάω, ακουμπώ

transitive verb (be in contact with)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The table touches the wall.

ακουμπάω, ακουμπώ

transitive verb (bring into contact)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Move the sofa back so it touches the wall.

πιάνω, φτάνω

transitive verb (figurative (rival)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She can't touch you for efficiency. You are so reliable.
Δεν μπορεί να σε πιάσει (Or: φτάσει) σε αποδοτικότητα. Είσαι τόσο αξιόπιστος.

προσεγγίζω

transitive verb (figurative (reach)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I asked him to talk to me about his problems, but wasn't able to touch him.

αγγίζω

transitive verb (harm) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Don't you touch her or I will kill you!

αγγίζω, ακουμπάω, ακουμπώ

transitive verb (eat)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The child hadn't touched his food.

θίγω

transitive verb (cover, deal with)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This article doesn't touch the problems in Sudan.

αφορώ

transitive verb (concern, affect)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Don't worry. This matter doesn't touch you.

ζητάω δανεικά

transitive verb (borrow money from)

He touched me for twenty pounds yesterday.

εφάπτομαι

transitive verb (be a tangent to)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The line touches the circle at point "A".

βλάπτω

transitive verb (damage slightly) (κάποιον άλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The flowers have been touched by the frost.

προσγειώνομαι, προσεδαφίζομαι

phrasal verb, intransitive (plane: land)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The plane had to touch down in Dallas due to severe weather.

κάνω touch down

phrasal verb, intransitive (American football: score) (αμερικανικό ποδόσφαιρο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πυροδοτώ

phrasal verb, transitive, separable (US (trigger)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The new virus touched off an epidemic.

αναφέρω, θίγω

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (mention very briefly)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
In the course of the interview we touched upon the delicate matter of his conviction for assault.

χουφτώνω, μπαλαμουτιάζω

phrasal verb, transitive, separable (slang (grope sexually)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She found her boyfriend at the bar touching up another girl.

κάνω μικροβελτιώσεις σε κτ

phrasal verb, transitive, separable (improve by making minor changes)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I touched up my English paper right before turning it in.

αναφέρω, θίγω

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (mention very briefly)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Her lecture did not touch upon the details of accounting. The teacher touched on each tested subject area.
Η διάλεξή της δεν ανέφερε (or: έθιξε) τις λεπτομέρειες της λογιστικής. Η δασκάλα ανέφερε κάθε ένα θέμα που εξετάστηκε.

κρατάω επαφή

verbal expression (informal (stay in contact)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Are you two still in touch?
Έχετε κρατήσει επαφή;

μιλάω

verbal expression (informal (make contact) (καθομ, μεταφορικά: προφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
We'll be in touch soon.
Μιλάμε σύντομα.

επικοινωνώ με κπ

verbal expression (informal (make contact)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Have you been in touch with her recently?

κρατάω επαφή με κπ, είμαι σε επαφή με κπ

verbal expression (informal (habitually be in contact)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Are you still in touch with your friends from high school?
Έχεις κρατήσει επαφή με τους φίλους σου από το λύκειο;

επαφή με το λαό

noun (affinity with ordinary people)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χάνω επαφή

verbal expression (lose contact)

τελευταίες πινελιές

plural noun (last details added)

I'm putting the finishing touches to the icing on the wedding cake.

τελευταία πινελιά

noun (embellishment)

The room was decorated beautifully, and the fresh flowers on each table were the finishing touch.

λεπτή προσέγγιση

noun (subtle or tactful approach) (μεταφορικά)

επικοινωνώ, έρχομαι σε επαφή

verbal expression (informal (make contact)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Don't hesitate to get in touch if you have any questions.

έρχομαι σε επαφή με κπ, έρχομαι σε επικοινωνία με κπ

verbal expression (informal (make contact)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I would like to get in touch with my old friends from college.
Θα ήθελα να έρθω σ' επαφή με τους παλιούς μου φίλους απ' το πανεπιστήμιο.

θίγω ένα ευαίσθητο ζήτημα

verbal expression (figurative (raise a sensitive issue)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κρατάω επαφή, κρατώ επαφή

verbal expression (informal (stay in contact)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Cousin Andrea kept in touch by sending packages from South America.
Η ξαδέλφη Άντρεα κρατούσε επαφή στέλνοντας πακέτα από τη Νότια Αμερική.

κρατάω επαφή, κρατώ επαφή

verbal expression (informal (stay in contact with [sb])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Promise you'll keep in touch with us while you're away.
Υποσχέσου πως θα κρατήσεις επαφή μαζί μας όταν θα βρίσκεσαι μακριά.

χτύπα ξύλο

expression (said in order to avoid bad luck)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ελαφρύ άγγιγμα

noun (light contact with [sth])

μικρή πινελιά

noun (figurative (small adjustment to [sth]) (μεταφορικά)

χάνω επαφή

verbal expression (informal (not keep in contact)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Colin and I were great friends, but we lost touch after we left university.

χάνω επαφή

verbal expression (figurative, informal (not keep up to date) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I used to be well informed about French politics, but I have lost touch since I moved out here.

το άγγιγμα του Μίδα

noun (ability to make money) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν ξέρω τι μου γίνεται

verbal expression (figurative, informal (not be up to date) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Many members of the team have ended up resigning because their manager is so out of touch.

δεν έχω καμία επαφή με κτ, δεν έχω καμία σχέση με κτ

verbal expression (figurative, informal (not be up to date with)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
These systems are completely out of touch with modern business practices.
Αυτά τα συστήματα δεν έχουν απολύτως καμία επαφή με τις σύγχρονες επιχειρηματικές πρακτικές.

δεν έχω επαφή με κτ, δεν έχω σχέση με κτ

verbal expression (figurative, informal (not be familiar with) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
These problems have arisen because the government is made up of wealthy politicians who are completely out of touch with how ordinary people live.
Τα συγκεκριμένα προβλήματα προέκυψαν επειδή το κυβερνητικό επιτελείο αποτελείται από εύπορους πολιτικούς που αγνοούν πώς ζει ο λαός.

δεν έχω επαφές, δεν κρατάω επαφή

verbal expression (no longer be in contact)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My brother moved away ten years ago; we've been out of touch since then.

δεν έχω επαφές με κπ, δεν κρατάω επαφή με κπ

verbal expression (no longer be in contact with)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Unfortunately I'm out of touch with Rita, so I can't give her the news.

εκτός πραγματικότητας

adjective (figurative, informal (unrealistic)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Politicians who think they can cut public services and retain popularity are obviously out of touch with the real world.
Οι πολιτικοί που πιστεύουν ότι μπορούν να υποβιβάσουν τις δημόσιες υπηρεσίες και να διατηρήσουν τη δημοφιλία τους βρίσκονται προφανώς εκτός πραγματικότητας.

φέρνω κπ σε επαφή με κπ

verbal expression (informal (connect: with [sb] else)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You've never met Jeff before, but I can put you in touch.

φέρω κπ σε επαφή με κπ άλλον

verbal expression (informal (connect with [sb] else)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You've reached the wrong department, but I can put you in touch with someone who can help you.
Έχετε απευθυνθεί σε λάθος τμήμα. Θα σας φέρω, όμως, σε επαφή με κάποιον που θα σας βοηθήσει.

κλοτσώ τη μπάλα εκτός αγωνιστικού χώρου

verbal expression (rugby ball: kick out of bounds)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She kicked the ball and put it in touch.
Κλότσησε τη μπάλα θέτοντάς την εκτός αγωνιστικού χώρου.

αίσθηση της αφής

noun (ability to feel)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εύκολος

noun (informal, figurative ([sb] who is easy to persuade) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ask Dad to give you the money. He's a soft touch - he's bound to say yes.

επικοινωνώ

verbal expression (informal (keep in contact)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Bye. Don't forget to stay in touch! Although it's ten years since they worked together, the two colleagues have stayed in touch.
Αντίο! Να τα λέμε!

κρατώ επαφή

verbal expression (informal (keep in contact)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I still stay in touch with my best friend from childhood.
Ακόμα κρατώ επαφή με τον καλύτερό μου φίλο από τα παιδικά μου χρόνια.

επισφαλής κατάσταση

noun (informal (precarious situation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The surgeons said it was touch and go as they tried to repair his ruptured spleen.

επικοινωνώ

(US, figurative, informal (make contact)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
We'll touch base when you've finished the first task.
Θα επικοινωνήσουμε μόλις ολοκληρώσεις την πρώτη σου εργασία.

επικοινωνώ με κπ

verbal expression (US, figurative, informal (make contact with [sb])

Touch base with me in a few weeks so I can see how the project's coming along.
Επικοινώνησε μαζί μου σε μερικές εβδομάδες για να δω πως προχωράει το πρότζεκτ.

προσγείωση

noun (plane, spacecraft: landing)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The pilot's touchdown was surprisingly smooth in spite of the strong winds.

γκολ

noun (American football: goal) (αμερικανικό ποδόσφαιρο)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Gregory scored his first touchdown against the Tigers today!
Ο Γκρέγκορι έβαλε, σήμερα, το πρώτο του γκολ στον αγώνα εναντίον των Τάιγκερς.

είδος αμερικάνικου ποδοσφαίρου

noun (simplified US football)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Touch football is a version of rugby without tackling.

ακουμπώ ελαφρά

verbal expression (come into slight contact with)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

οθόνη αφής

noun (monitor that is touch-sensitive)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ανανέωση

noun (minor changes to improve [sth])

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
After a quick touch-up to her lipstick, Jennifer was ready to go.

αγγίζω την καρδιά σου

verbal expression (informal, figurative (move you emotionally) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She touched my heart with her beautiful poem.

με οθόνη αφής

noun as adjective (using touch-sensitive screen)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αφής

adjective (device: responds to touch)

με τονικά πλήκτρα

adjective (having tone-dialing system)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πληκτρολογώ χωρίς να κοιτάζω το πληκτρολόγιο

intransitive verb (type without looking at keyboard)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τυφλό σύστημα πληκτρολόγησης

noun (typing without looking at keyboard)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

φιτίλι

noun (UK (paper for igniting fireworks)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

καταλύτης

noun (UK, figurative (person, incident: sets off events) (μτφ: άτομο, γεγονός)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του touch στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του touch

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.