Τι σημαίνει το dare στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης dare στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dare στο Αγγλικά.

Η λέξη dare στο Αγγλικά σημαίνει τολμάω, τολμώ, τολμάω, τολμώ, τολμάω, τολμώ, προκαλώ κάποιον να κάνει κτ, πρόκληση, δεν τολμώ να κάνω κτ, τολμώ να ονειρευτώ, τολμώ να ονειρεύομαι, πώς τολμάς, τολμώ να υποθέσω, τολμώ να πω, αλήθεια ή θάρρος, θάρρος ή αλήθεια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης dare

τολμάω, τολμώ

verbal expression (be brave enough) (να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Not one of them dared to ride on the ghost train.
Ούτε ένας τους δεν τόλμησε να ανέβει στο τρένο φάντασμα.

τολμάω, τολμώ

verbal expression (be bold enough) (να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
If you dare to dream, anything is possible.
Αν τολμάς να ονειρεύεσαι, τα πάντα είναι δυνατά.

τολμάω, τολμώ

verbal expression (be impudent enough) (να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I wouldn't dare to enter his office without knocking.
Δεν θα τόλμαγα να μπω στο γραφείο του χωρίς να χτυπήσω την πόρτα.

προκαλώ κάποιον να κάνει κτ

verbal expression (challenge)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I dared him to repeat the insult to my face.
Τον προκάλεσα να επαναλάβει την προσβολή στα μούτρα μου.

πρόκληση

noun (challenge)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The other boys' dare to John was to go and ring the old lady's doorbell and run away.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Έχω μία πρόκληση για σένα! Πήγαινε στον βράχο και βούτηξε στη λίμνη από τα 20 μέτρα.

δεν τολμώ να κάνω κτ

verbal expression (lack courage of nerve to do [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She dared not ask for a raise for fear she would be yelled at by her boss.

τολμώ να ονειρευτώ, τολμώ να ονειρεύομαι

verbal expression (figurative (be ambitious)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πώς τολμάς

interjection (indignation)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
How dare you say I can't cook! So, you told her she was a fat cow?? How dare you!!

τολμώ να υποθέσω, τολμώ να πω

verbal expression (I assume, I think likely)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I daresay you're hungry after your long walk?
Να υποθέσω ότι πεινάς μετά τον περίπατό σου;

αλήθεια ή θάρρος, θάρρος ή αλήθεια

noun (question-and-answer game)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dare στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.