Τι σημαίνει το dark στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης dark στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dark στο Αγγλικά.

Η λέξη dark στο Αγγλικά σημαίνει σκοτεινός, σκούρος, σκοτεινιάζει, νυχτώνει, σκοτάδι, σκοτάδι, αδιαφανής, μαύρος, βαθύς, σκοτεινός, σκοτεινός, σκούρος, σκοτεινός, μαύρος, σκοτάδι, κακό, σκοτάδι, φοβάμαι το σκοτάδι, Μεσαίωνας, μεσαίωνας, συννεφιασμένος,σκοτεινός, απαισιόδοξος, πεσιμιστικός, σκοτεινός,δυσοίωνος, σκούρο μπλε, σκούρος μπλε, σκούρο καφέ, σκούρο καφέ, σοκολάτα υγείας, μαύρη σοκολάτα, μαύρο σύννεφο, μαύρο σύννεφο, μαύρο χιούμορ, γυαλιά ηλίου, σκούρος γκρι, σκούρος γκρι, βαθύ πράσινο, βαθύ πράσινο, σκούρα, μαύρα, κρυψίνους, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, από το πουθενά, μαύρη μαγεία, σκοτεινή ύλη, κρέας από μπούτι, σκούρο δέρμα, μελαμψός,μαυριδερός, μαυρισμένος, σκοτεινό δίκτυο, σκούρο ξύλο, σκουρόχρωμο ξύλο, που έχει σκούρα μάτια, μελαχρινός, φωσφορίζων, στο σκοτάδι, στα σκοτεινά, σε άγνοια, στο σκοτάδι, τη νύχτα, στη μαύρη νύχτα, κρατάω κτ κρυφό από κπ, τολμηρή κίνηση, ριψοκίνδυνη κίνηση, το μαύρο σκοτάδι, μαντεψιά, υπόθεση, εικασία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης dark

σκοτεινός

adjective (without light)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The house was dark when I woke up.
Το σπίτι ήταν σκοτεινό όταν ξύπνησα.

σκούρος

adjective (colour tone)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Richard is wearing a dark green shirt.
Ο Γιώργος φοράει ένα σκούρο πράσινο πουκάμισο.

σκοτεινιάζει, νυχτώνει

noun (end of daylight)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
My parents want me home before dark.
Οι γονείς μου θέλουν να γυρίζω πριν πέσει το σκοτάδι.

σκοτάδι

noun (lack of light)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He couldn't see the phone in the dark.

σκοτάδι

noun (without electricity)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The town was left in the dark after the storm.

αδιαφανής

adjective (opaque)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
We opened the dark lantern to let out a ray of light.

μαύρος

adjective (threatening)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The sky was full of dark clouds.

βαθύς

adjective (tone: deep) (ήχος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The viola has a darker tone than the violin.

σκοτεινός

adjective (evil) (μεταφορικά: κακός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Many people consider him good, but he has a dark side, too.

σκοτεινός

adjective (mysterious) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A dark stranger came to town.

σκούρος

adjective (complexion)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Many people find dark skin attractive.

σκοτεινός, μαύρος

adjective (gloomy) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I don't feel like going out on dark days.

σκοτάδι

noun (no light)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Darkness swiftly followed the setting of the sun.
Το σκοτάδι ακολούθησε γρήγορα τη δύση του ήλιου.

κακό

noun (figurative (evil)

The preacher warned his congregation against the powers of darkness.
Ο ιεροκήρυκας προειδοποίησε το ποίμνιό του ενάντια στις δυνάμεις του κακού.

σκοτάδι

noun (figurative (ignorance) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Education provides us with a light in the darkness.

φοβάμαι το σκοτάδι

adjective (scared of darkness)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She kept a nightlight on because she was afraid of the dark.

Μεσαίωνας

plural noun (medieval period)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Historians no longer refer to the early medieval period in Europe as the "Dark Ages".

μεσαίωνας

plural noun (figurative (being unenlightened) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
My boss is still living in the dark ages. He thinks his female employees should make the coffee.

συννεφιασμένος,σκοτεινός

adjective (weather: with grey skies)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Bring your coat with you - it's dark and gloomy out.

απαισιόδοξος, πεσιμιστικός

adjective (mood, outlook: pessimistic)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The economic forecast for the next year is dark and gloomy.

σκοτεινός,δυσοίωνος

adjective (scene, house: ominous grim)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The place was dark and gloomy during the winter months.

σκούρο μπλε

noun (navy, deep blue)

People wearing dark blue are hard to see at night.

σκούρος μπλε

adjective (navy, deep blue)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
People wearing dark blue clothing are hard to see at night.

σκούρο καφέ

noun (color: deep shade of brown)

σκούρο καφέ

adjective (color: deep shade of brown)

σοκολάτα υγείας, μαύρη σοκολάτα

noun (plain or non-milk chocolate)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dark chocolate has become very popular of late.

μαύρο σύννεφο

noun (literal (grey cloud threatening rain) (κυριολεκτικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
They went outside to play despite the dark clouds that were quickly moving in.

μαύρο σύννεφο

noun (figurative (bad omen, pessimism) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The bad news placed a dark cloud over her happiness.

μαύρο χιούμορ

noun (black humour, macabre comedy)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The play was a dark comedy filled with deliciously macabre characters.

γυαλιά ηλίου

plural noun (sunglasses, tinted spectacles)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Some people wear dark glasses all the time, as a fashion statement, even when there's no need,

σκούρος γκρι

noun (deep silvery color)

σκούρος γκρι

adjective (of deep silvery color)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

βαθύ πράσινο

noun (deep green color)

βαθύ πράσινο

adjective (deep green in color)

σκούρα, μαύρα

noun (brunette or brown hair) (μαλλιά)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
She has naturally dark hair but she dyes it blond.

κρυψίνους

noun (figurative (secretive person) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
You're such a dark horse! - you never told me you'd got married.
Είσαι τόσο κρυψίνους! Δεν μου είπες ποτέ ότι παντρεύτηκες.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun (racehorse about which little is known)

από το πουθενά

noun (figurative (political candidate about whom little is known)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
At first Obama was something of a dark horse, but he went on to win the election!
Στην αρχή ο Ομπάμα ήταν άγνωστος, αλλά στη συνέχεια κέρδισε τις εκλογές!

μαύρη μαγεία

noun (witchcraft, black magic)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Dark magic can be used to steal people's souls.

σκοτεινή ύλη

(theoretical physics)

κρέας από μπούτι

noun (poultry: flesh of the legs) (πουλερικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The dark meat of the bird is often the tastiest part.

σκούρο δέρμα

noun (brown or olive complexion)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
African American mothers often have difficulty finding dolls with dark skin.

μελαμψός,μαυριδερός

adjective (non-white: not Caucasian)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sunburnt John in his Hawaiian shirt contrasted with the dark-skinned natives.

μαυρισμένος

adjective (tanned)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sheila was so dark skinned after all those years abroad that I hardly recognised her.

σκοτεινό δίκτυο

noun (clandestine internet content)

σκούρο ξύλο, σκουρόχρωμο ξύλο

noun (wood of dark brown colour)

Mahogany is a dark wood.

που έχει σκούρα μάτια

adjective (having dark-colored eyes)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μελαχρινός

adjective (brunette)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Is Jane the dark-haired girl or the blonde?

φωσφορίζων

adjective (luminous)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Small dots of glow-in-the-dark paint can be applied to your light switches.

στο σκοτάδι, στα σκοτεινά

expression (where there is no light)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The lights in the cave went out, leaving the tourists in the dark. With heavy clouds covering the stars and moon, they walked along the path in the dark.
Τα φώτα στη σπηλιά έσβησαν, αφήνοντας τους τουρίστες στο σκοτάδι. Πυκνά σύννεφα κάλυπταν τα αστέρια και το φεγγάρι, οπότε περπάτησαν κατά μήκος του μονοπατιού στα σκοτεινά.

σε άγνοια, στο σκοτάδι

adverb (figurative (uniformed, without knowledge of [sth]) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
There must be an answer to this problem, but I admit I'm in the dark. She was surprised by the party, because her friends kept her in the dark when planning it.
Πρέπει να υπάρχει μια απάντηση στο πρόβλημα, αλλά παραδέχομαι ότι βρίσκομαι σε άγνοια. Την εξέπληξε το πάρτι, γιατί οι φίλες της την άφησαν στο σκοτάδι όσο το σχεδίαζαν.

τη νύχτα, στη μαύρη νύχτα

expression (poetic (at nighttime)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
In the dark of night, the forest became a menacing place.
Στη μαύρη νύχτα, το δάσος έγινε απειλητικό μέρος.

κρατάω κτ κρυφό από κπ

verbal expression (figurative (not tell [sb] about [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She was surprised by the party, because her friends kept her in the dark when planning it.

τολμηρή κίνηση, ριψοκίνδυνη κίνηση

noun (taking a chance, daring)

το μαύρο σκοτάδι

noun (total darkness)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He walks this road every night, in the pitch dark!

μαντεψιά, υπόθεση, εικασία

noun (informal, figurative (wild guess) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He took a shot in the dark and guessed the correct answer on the test.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dark στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του dark

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.