Τι σημαίνει το dê στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης dê στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dê στο πορτογαλικά.

Η λέξη στο πορτογαλικά σημαίνει από, από, από, του, από, του, από, από, του, από, του, από, του, από, από, από, να, από, από, κατά, από, από, από, από, παρά, από, ο, από, του, εκ μέρους, από την πλευρά, για, σε, από, -, του, σε, με, από, από, -, από, μέσα σε, από, -, με, σε, ισχύω, εκ μέρους, ροζ, ξύπνιος, ξυπνητός, σαχλός, αξιοσημείωτος, σημαντικός, κόκκαλο, βασικός, επικριτικός, πολυτελής, έναστρος, απρόθυμος, βεβιασμένος, σε κατάσταση αμόκ, αλεξίσφαιρος, περιφρονητικός, καταφρονητικός, έμμεσος, παιδαριώδης, ινώδης, σπαραξικάρδιος, σπαρακτικός, αργόστροφος, ανόητος, πλάγιος, κοκκώδης, βασιλικός, που μπορεί να επαναληφθεί, λάιτ, καπνισμένος, εύφλεκτος, παλιομοδίτικος, ξεπερασμένος, αφελής, επιπόλαιος, ελαφρόμυαλος, εορταστικός, γιορτινός, σχάσιμος, διασπάσιμος, άπορος, κακόγουστος, ευαίσθητος, συναισθηματικός, κακόκεφος, άκεφος, κακοδιάθετος, αλλοτινός, πάμφτωχος, πολύ παρατηρητικός, που δεν λειτουργεί, ξεκαρδιστικός, γεμάτος, αγχωμένος, τσιτωμένος, ανήσυχος, ανυπόμονος, εύπορος, πλούσιος, που μιλάει Αγγλικά, βαρήκοος, μεγάλης κλίμακας, σύγχρονος, σημερινός, κοινός, μέσος, συνήθης, που έχει αυτοπεποίθηση, που χτυπήθηκε από αρρώστια, καθοριστικός, παλιομοδίτικος, που έχει αυτεπίγνωση, που έχει αυτοεπίγνωση, πάμπλουτος, ζάπλουτος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης dê

από

preposição (lugar)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Nós caminhamos de Ely até a Montanha Eagle. Eu posso dar as direções para seu escritório se você me disser de onde está vindo.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Κάναμε πολύ δρόμο σήμερα, περπατήσαμε από την Αθήνα ως τον Πειραιά.

από

preposição (de, derivação, origem)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
O rótulo da garrafa de vinho dizia "Produto da Espanha".
Η ετικέτα στο μπουκάλι του κρασιού έγραφε: "Προϊόν από την Ισπανία".

από

preposição (distância)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Nós moramos a apenas três milhas do aeroporto.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Το χωριό του είναι μόλις 20 χιλιόμετρα έξω από την Αθήνα.

του

preposição (possessivo, ligação)

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
Ela é amiga do meu vizinho.
Είναι φίλη του γείτονά μου.

από

preposição (local de origem)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Eu sou da Noruega.
Είμαι από τη Νορβηγία.

του

preposição

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
Não tenho conhecimento dos escritos de Peirce.
Δεν είμαι εξοικειωμένος με τα γραπτά του Πιρς.

από

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Esta loja está aberta de terça a sábado. Se quiser sair mais tarde para tomar um drink, estou livre a partir das 17h.
Το κατάστημα είναι ανοιχτό από Τρίτη έως Σάββατο.

από

preposição

Essa tigela é feita de plástico.
Αυτό το μπολ είναι φτιαγμένο από πλαστικό.

του

preposição

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
O fundo do quarto estava vazio.
Το πίσω μέρος του δωματίου ήταν ήσυχο.

από

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Eu bebo de duas a quatro cervejas toda sexta à noite.
Πίνω από δύο μέχρι τέσσερις μπύρες κάθε Παρασκευή βράδυ. Διατίθενται εισιτήρια από εκατό δολάρια.

του

preposição (causa)

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
A economia é a causa da crise.
Η οικονομία είναι η αιτία της κρίσης.

από

preposição (matéria-prima)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Toda a mobília é feita de pinho.
Όλα τα έπιπλα είναι φτιαγμένα από πεύκο.

του

preposição

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
Nós pedalamos por uma distância de 50 quilômetros.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η απόσταση των 30 μιλίων μας φάνηκε υπερβολική.

από

preposição (em consequência de)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Ele morreu de um vírus tropical.
Πέθανε από έναν τροπικό ιό.

από

preposição (direção de)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Há uma cidade ao norte daqui.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Νότια της πόλης υπάρχει μια αχανής λίμνη.

από

preposição

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Ela removeu as partes da caixa grande. Ela passou dias separada dos filhos.
Έβγαλε τα ανταλλακτικά από το μεγάλο κουτί. Έμεινε μακριά από τα παιδιά της για μέρες.

να

preposição (aplicação de um verbo)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
A secretária está cansada de digitar.
Η γραμματέας βαρέθηκε να δακτυλογραφεί.

από

preposição

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Eles vendem de tudo, de sopa a nozes.

από

preposição

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Você nos salvou de um sermão realmente chato!

κατά

preposição (επίσημο: σύμφωνα με)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Do meu ponto de vista, eles estão cometendo um erro.
Για μένα, κάνουν λάθος.

από

preposição (contra)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
O casaco irá protegê-lo do frio.

από

preposição

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Todos os nossos dados são de fontes públicas. Ganhei este casaco da minha mãe no meu aniversário.

από

preposição

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Esses números são diferentes dos que vimos ontem.

από

preposição

Há uma cidade há cinco minutos daqui.

παρά

preposição (hora: antes, para)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Είναι τρεις παρά πέντε.

από

preposição

Στερήθηκε τη σειρά του.

ο

preposição (εμφατικός τύπος)

Aquele imbecil do reparador deixou uma chave de fenda na pia.
Αυτός ο ανόητος ο τεχνίτης άφησε ένα κλειδί στο σωλήνα.

από

preposição

του

preposição

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Είναι άθρωπος της ησυχίας.

εκ μέρους, από την πλευρά

preposição

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ήταν ωραίο εκ μέρους σου (or: από την πλευρά σου) να μου κάνεις ένα δώρο.

για

Θα ήθελα να σου μιλήσω για (or: σχετικά με) το μέλλον σου.

σε

preposição

από

preposição

Ele morreu de coração partido.
Πέθανε από ραγισμένη καρδιά.

-

preposição (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
A carta terminou com "Responda logo! De João."

του

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
Hamlet é uma peça de Shakespeare.
Ο Άμλετ είναι ένα έργο του Σέξπιρ.

σε

preposição (que pertence a)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
A faixa da capa dele era vermelha.
Η ταινία στη μπέρτα του ήταν κόκκινη.

με

preposição (μέσο)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Vamos de carro ou de táxi?
Θα πάμε με αυτοκίνητο ή με ταξί;

από

preposição

από

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)

-

preposição (apaixonado) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Sabina é de jazz.
Στη Σαμπίνα αρέσει πολύ η τζαζ. Του Ρομπ δεν του αρέσει το ποδόσφαιρο.

από

(que já não cobre)

μέσα σε

(dentro)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Deixei o teu livro no carro.
Άφησα το βιβλίο σου μέσα στο (or: στο) αυτοκίνητο.

από

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Ele se interessa por aviões desde a mais tenra infância. A partir de segunda-feira, a cafeteria não servirá mais sorvete.
Του άρεσαν τα αεροπλάνα από μικρό παιδί.

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Vou embora em março.
Θα φύγω τον Μάρτιο.

με

Ela trabalhou com as comunidades para melhorar os serviços locais.

σε

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Continuaremos segundo essa base.
Θα συνεχίσουμε σε αυτήν τη βάση.

ισχύω

locução adjetiva

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A festa ainda está de pé para hoje à noite?

εκ μέρους

locução prepositiva (επίσημο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Da parte do senador, desejo-lhe sucesso.

ροζ

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Ela adorava vestir a camisa rosa.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η ανατολή του ήλιου έκανε τον ουρανό ρόδινο.

ξύπνιος, ξυπνητός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Judy está acordada desde às 4:00 da manhã.
Η Τζούντι είναι ξύπνια από τις 4:00 τη νύχτα.

σαχλός

(BRA)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
As piadas do meu tio são bregas, mas nós rimos de qualquer forma.
Τα ανέκδοτα του θείου μου είναι σαχλά, αλλά γελάμε ούτως ή άλλως.

αξιοσημείωτος, σημαντικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sara teve que escrever num papel um evento notável que aconteceu na China na década de 1850.
Η Σάρα έπρεπε να γράψει μια εργασία για ένα αξιοσημείωτο (or: σημαντικό) γεγονός που συνέβη στην Κίνα τη δεκαετία του 1850.

κόκκαλο

(BRA, gíria, vulgar) (αργκό, μεταφορικά)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
Eu estava tão chapado noite passada que não lembro como cheguei em casa.
Ήμουν τόσο κόκκαλο χτες το βράδυ που δεν θυμάμαι πως έφτασα σπίτι.

βασικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Pão e arroz são alimentos básicos.
Το ψωμί και το ρύζι είναι βασικά τρόφιμα.

επικριτικός

(αποδοκιμασίας)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πολυτελής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

έναστρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

απρόθυμος, βεβιασμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σε κατάσταση αμόκ

(selvagem) (φρενήρης, αλλόφρονας)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αλεξίσφαιρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

περιφρονητικός, καταφρονητικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

έμμεσος

(indireto)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παιδαριώδης

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ινώδης

(comida difícil de mastigar) (φαγητό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σπαραξικάρδιος, σπαρακτικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αργόστροφος, ανόητος

(figurativo)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πλάγιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κοκκώδης

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

βασιλικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που μπορεί να επαναληφθεί

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λάιτ

(informal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καπνισμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

εύφλεκτος

(παίρνει φωτιά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παλιομοδίτικος, ξεπερασμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αφελής, επιπόλαιος, ελαφρόμυαλος

(informal: esquecido, bobo)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εορταστικός, γιορτινός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σχάσιμος, διασπάσιμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

άπορος

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

κακόγουστος

(καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ευαίσθητος, συναισθηματικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κακόκεφος, άκεφος, κακοδιάθετος

(figurado: de mau humor)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αλλοτινός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πάμφτωχος

(muito pobre) (πολύ φτωχός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πολύ παρατηρητικός

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που δεν λειτουργεί

(βλάβη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O aquecedor está quebrado, por isso chamei o conserto.
Ο καυστήρας δεν λειτουργεί και κάλεσα τον τεχνικό.

ξεκαρδιστικός

(καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

γεμάτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αγχωμένος, τσιτωμένος, ανήσυχος, ανυπόμονος

(tenso, ansioso)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εύπορος, πλούσιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Eles devem ser ricos se conseguem comprar uma casa lá! Esses pacotes de férias são feitos para atraírem famílias ricas.
Πρέπει να είναι πλούσιοι για να έχουν την οικονομική άνεση να αγοράσουν σπίτι εκεί!

που μιλάει Αγγλικά

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

βαρήκοος

(parcialmente surdo)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Οι γονείς της ήταν βαρήκοοι κι έτσι έμαθε τη γλώσσα από τη γέννησή της.

μεγάλης κλίμακας

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σύγχρονος, σημερινός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Os médicos de hoje em dia se encolheriam frente a algumas das práticas médias medievais.

κοινός, μέσος, συνήθης

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που έχει αυτοπεποίθηση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που χτυπήθηκε από αρρώστια

(aflito: devido à doença)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καθοριστικός

(de grande impacto)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ser voluntário na América Central foi uma experiência transformadora para mim.

παλιομοδίτικος

(αποδοκιμασίας)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
É um vestido antiquado. A visão de meus pais quanto ao casamento é muito antiquada.
Οι απόψεις των γονιών μου για τον γάμο είναι παρωχημένες.

που έχει αυτεπίγνωση, που έχει αυτοεπίγνωση

(πιο επιστημονικός όρος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πάμπλουτος, ζάπλουτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του dê

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.