Τι σημαίνει το defensa στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης defensa στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του defensa στο ισπανικά.

Η λέξη defensa στο ισπανικά σημαίνει άμυνα, άμυνα, υπεράσπιση, υπεράσπιση, προφυλακτήρας, υποστήριξη, υπεράσπιση, προάσπιση, παίκτης στη γραμμή επίθεσης, αμυντικός παίκτης, λασπωτήρας, περιφερειακοί παίκτες, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, μπαλόνι, στρωμάτσο, χτύπημα, αποσβεστήρας, δικαίωση, επιβεβαίωση, απολογία, θωράκιση, αμυντικός, αμυντικός, κεντρικός αμυντικός, προφορική εξέταση, θέση τερματοφύλακα, αυτοκόλλητο για τον προφυλακτήρα του αυτοκινήτου, δικαιολογημένη ανθρωποκτονία, διοικητής αεράμυνας, πολιτική προστασία, ζητήματα καταναλωτών, θέματα καταναλωτών, τακτική στο ποδόσφαιρο, στην οποία ο παίκτης με την μπάλα τρέχει έξω από την επιθετική γραμμή, κόρνερμπακ, μηχανισμός άμυνας, Υπουργείο Άμυνας, Υπουργείο Αμύνης, αντιαεροπορικό όπλο, αντιμονοπωλιακοί κανόνες, Υπηρεσία Εμπορικών Προτύπων, υπέρ, υποστηρίζω, υπερασπίζομαι, διεκδικώ δικαιώματα, σημειωτόν, άμυνα, μηχανισμός άμυνας, αμυντικό σχέδιο των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, κεντρικός αμυντικός, αυτοάμυνα, υπεράσπιση, υποστήριξη, νόμιμη άμυνα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης defensa

άμυνα

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El gasto del gobierno en defensa volvió a aumentar este año.
Οι κυβερνητικές δαπάνες για την άμυνα πάλι αυξήθηκαν φέτος.

άμυνα

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ellen forma parte de la defensa del equipo.

υπεράσπιση

nombre femenino (μεταφορικά: οι δικηγόροι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La defensa del acusado le aconsejó declararse culpable.
Η υπεράσπισή του τον συμβούλεψε να δηλώσει ένοχος. Η υπεράσπιση αμφισβήτησε τα αποδεικτικά στοιχεία της ανακριτικής.

υπεράσπιση

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Basaremos nuestra defensa en el testimonio de estos dos testigos.
Η υπερασπιστική γραμμή μας θα βασιστεί στην κατάθεση των δύο αυτών μαρτύρων.

προφυλακτήρας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
¡Shawn abolló el parachoques delantero de mi coche cuando se lo presté!
Ο Σων χτύπησε τον μπροστινό προφυλακτήρα του αυτοκινήτου μου όταν το δανείστηκε!

υποστήριξη, υπεράσπιση, προάσπιση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La supermodelo fue criticada por su defensa de los derechos de los animales.
Το σούπερ μοντέλο επικρίθηκε για την υποστήριξή των δικαιωμάτων των ζώων.

παίκτης στη γραμμή επίθεσης

(αμερικανικό ποδόσφαιρο: θέση παίκτη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αμυντικός παίκτης

nombre masculino (του χόκεϊ επί πάγου)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

λασπωτήρας

(bicicleta)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Kate chocó su bicicleta y dobló la defensa.

περιφερειακοί παίκτες

nombre femenino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

μπαλόνι, στρωμάτσο

nombre femenino (barco) (ναυτικός όρος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sarah compró varias defensas para su barco para evitar que los costados sufriesen rozaduras en el embarcadero.

χτύπημα

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La defensa del tractor tiro la paja.

αποσβεστήρας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

δικαίωση, επιβεβαίωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

απολογία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

θωράκιση

(en plantas o insectos)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Algunas especies de plantas tienen pelos protectores en las hojas y tallos que funcionan como una coraza.

αμυντικός

(AmL) (αμερικανικό ποδόσφαιρο: θέση παίκτη)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

αμυντικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tenemos que tomar medidas defensivas cuando fuerzas militares nos amenazan.

κεντρικός αμυντικός

(fútbol) (ποδόσφαιρο)

προφορική εξέταση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

θέση τερματοφύλακα

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

αυτοκόλλητο για τον προφυλακτήρα του αυτοκινήτου

(MX)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
En la defensa de mi auto traigo una calcomanía de la escuela de mis hijos.

δικαιολογημένη ανθρωποκτονία

(derecho)

Lo mató para que no la violara; obviamente un homicidio en defensa propia.

διοικητής αεράμυνας

(ένοπλες δυνάμεις)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

πολιτική προστασία

nombre femenino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ζητήματα καταναλωτών, θέματα καταναλωτών

(ES)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τακτική στο ποδόσφαιρο, στην οποία ο παίκτης με την μπάλα τρέχει έξω από την επιθετική γραμμή

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κόρνερμπακ

locución nominal común en cuanto al género

(ουσιαστικό αρσενικό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μασέρ, αντικέρ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

μηχανισμός άμυνας

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

Υπουργείο Άμυνας, Υπουργείο Αμύνης

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αντιαεροπορικό όπλο

αντιμονοπωλιακοί κανόνες

Las leyes antimonopolio de la industria telefónica son muy estrictas.

Υπηρεσία Εμπορικών Προτύπων

(Ηνωμένο Βασίλειο)

υπέρ

locución adverbial (με γενική)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
El ministro habló en defensa de las leyes contra la contaminación.

υποστηρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se supone que este político alzará la voz en defensa de los obreros.

υπερασπίζομαι, διεκδικώ δικαιώματα

(figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Johnston era un héroe que se alzaba en defensa de sus captores sin importar su propia seguridad.

σημειωτόν

locución adverbial (πολύ αργά)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Τα αυτοκίνητα πήγαιναν σημειωτόν.

άμυνα

locución nominal femenina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
No te inventes excusas en defensa propia: lo que has hecho no tiene excusa.

μηχανισμός άμυνας

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

αμυντικό σχέδιο των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου

(voz inglesa)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κεντρικός αμυντικός

(βόλεϊ)

αυτοάμυνα

locución nominal femenina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Actuó en defensa propia.

υπεράσπιση, υποστήριξη

(με γενική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sandy siempre ha sido muy categórica en su defensa de la vida sana.
Η Σάντυ ήταν πάντα πολύ μαχητική στην προάσπιση της υγιεινής ζωής.

νόμιμη άμυνα

locución nominal femenina

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του defensa στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.