Τι σημαίνει το deles στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης deles στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του deles στο πορτογαλικά.

Η λέξη deles στο πορτογαλικά σημαίνει δικοί τους, τους, δικός τους, κανείς από τους δυο, κανένας από τους δυο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης deles

δικοί τους

pronome (coisas pertencentes a eles)

Eu vi suas sugestões mas gosto mais da deles. Esses livros são nossos ou deles?
Κοίταξα τις προτάσεις σου, αλλά μου αρέσουν περισσότερο οι δικές τους. Αυτά τα βιβλία είναι δικά μας ή δικά τους;

τους

(possessivo)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
É o cachorro deles. É o cachorro delas.
Είναι ο σκύλος τους.

δικός τους

pronome (pertencente a eles)

Nossa casa é grande, mas a deles é muito maior. // Este CD é nosso ou deles? // Meu carro quebrou, então meus pais me emprestaram o deles. // Eu olhei suas sugestões, mas eu gosto mais das deles. // Esses livros são nossos ou deles?
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Το σπίτι μας είναι μεγάλο, αλλά το δικό τους είναι μεγαλύτερο. Αυτό το cd είναι δικό μας ή δικό τους;

κανείς από τους δυο, κανένας από τους δυο

locução pronominal (nem um nem outro)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Convidei Steve e David para o cinema esta noite, mas nenhum deles estava interessado. // Qual saia eu gosto? Nenhum deles!
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο Στιβ και ο Ντέιβιντ; Κανείς από τους δυο δεν θα πάει σινεμά απόψε.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του deles στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.