Τι σημαίνει το dental στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης dental στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dental στο Αγγλικά.

Η λέξη dental στο Αγγλικά σημαίνει οδοντικός, οδοντιατρικός, σφράγισμα, βοηθός οδοντιάτρου, γέφυρα, θήκη, οδοντικό διάφραγμα, στοματικό διάφραγμα, στοματικό διάφραγμα, οδοντικό νήμα, στοματική υγιεινή, οδοντική υγιεινή, ειδικός στοματικής υγιεινής, οδοντικό εμφύτευμα, βοηθός οδοντιάντρου, οδοντική πλάκα, οδοντιατρική σχολή, οδοντικό στεγανωτικό, χειρούργος οδοντίατρος, οδοντιατρείο, οδοντιατρική χειρουργική επέμβαση, οδοντοτεχνικός, σφράγισμα, ειδικός στοματική υγιεινής, οδοντικό εμφύτευμα, πολφός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης dental

οδοντικός

adjective (relating to teeth)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
His hair is nice, but he has dental problems.

οδοντιατρικός

adjective (relating to dentistry)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Fran is pursuing a dental science degree.

σφράγισμα

noun (dentistry: treatment) (οδοντιατρική)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βοηθός οδοντιάτρου

noun ([sb] employed to assist a dentist)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
At Dr. Crowley's office, the dental assistants are all dental hygienists.

γέφυρα

noun (fixture: false tooth) (οδοντιατρική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
After I lost my front teeth I got a dental bridge to replace them.
Αφού έχασα το μπροστινό μου δόντι έβαλα γέφυρα για να το αντικαταστήσω.

θήκη

noun (artificial cap for a tooth) (καθομιλουμένη: δοντιού)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I had to have my dental crown recapped when it came loose in my mouth.

οδοντικό διάφραγμα, στοματικό διάφραγμα

noun (dental sheet) (οδοντιατρικό εξάρτημα)

στοματικό διάφραγμα

noun (condom for oral sex) (για στοματικό σεξ σε γυναίκα)

οδοντικό νήμα

noun (thread: cleans between teeth)

My dentist's always telling me to use dental floss as well as brushing.
Ο οδοντίατρός μου πάντα μου λέει να χρησιμοποιώ οδοντικό νήμα μαζί με το βούρτσισμα.

στοματική υγιεινή

noun (care, condition of teeth)

Daily flossing promotes good dental health.

οδοντική υγιεινή

noun (cleaning teeth)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Parents have a responsibility to teach their children the importance of dental hygiene.

ειδικός στοματικής υγιεινής

noun (dentist's assistant)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
There are several ways to qualify as a dental hygienist

οδοντικό εμφύτευμα

noun (artificial tooth fixed into the jaw)

I had to get a dental implant after falling down and knocking out a tooth.

βοηθός οδοντιάντρου

noun (dentist's assistant)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

οδοντική πλάκα

noun (bacterial buildup on teeth)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
If not removed regularly, dental plaque can lead to caries and gingivitis.

οδοντιατρική σχολή

noun (institution that trains dentists) (πανεπιστήμιο)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

οδοντικό στεγανωτικό

noun (plastic coating applied to teeth)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

χειρούργος οδοντίατρος

noun (dentist who carries out surgery)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I needed two appointments with my dental surgeon just to get that tooth pulled.

οδοντιατρείο

noun (UK (dentist's treatment room)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I had to go to a dental surgery to have my wisdom teeth removed.
Έπρεπε να πάω στο οδοντιατρείο για να μου αφαιρέσει ο οδοντίατρος τους φρονιμίτες μου.

οδοντιατρική χειρουργική επέμβαση

noun (surgery involving teeth)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
His teeth were so bad that he had to go into hospital for dental surgery.
Το δόντια του ήταν σε τόσο χάλια κατάσταση που έπρεπε να εισαχθεί στο νοσοκομείο για να υποβληθεί σε οδοντιατρική χειρουργική επέμβαση.

οδοντοτεχνικός

noun ([sb] who makes dental appliances)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
She's a qualified dental technician.

σφράγισμα

noun (dentistry)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Karen went to the dentist to get a filling done.
Η Κάρεν πήγε στον οδοντίατρο για να κάνει ένα σφράγισμα.

ειδικός στοματική υγιεινής

noun ([sb] who cleans teeth)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

οδοντικό εμφύτευμα

noun (dental prosthesis)

Betty is missing a molar and got an implant to replace it.

πολφός

noun (tooth tissue)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The pulp is in the centre of the tooth.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dental στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του dental

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.