Τι σημαίνει το plate στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης plate στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του plate στο Αγγλικά.

Η λέξη plate στο Αγγλικά σημαίνει πιάτο, πιάτο, εικόνα, πλάκα, επιμεταλλωμένος, άτομο, βαλβίδα, πλάκα, φωτογραφική πλάκα, πέταλο, επιμεταλλώνω, σφυρηλατώ, τυπώνω, σερβίρω, πινακίδα, αριθμός κυκλοφορίας, τεκτονική πλάκα, βάζω κτ στο πιάτο, πανοπλία, βάση, χαλύβδινο έλασμα, στερεότυπη φράση, βιβλιόσημο, πιατάκι για γλυκό, πιατάκι του γλυκού, πιάτο φαγητού, τελική πλάκα, τελική πλάκα, μεταλλικός σύνδεσμος, επιχρυσώνω, αρχική βάση, αρχική πλάκα, αρχική πλάκα, αρχική βάση, αρχική πλάκα, αρχική βάση, μάτι/εστία κουζίνας, μάτι/εστία κουζίνας, επίστρωση νικελίου, επικάλυψη νικελίου, επίστρωμα νικελίου, κάνω επινικέλωση, ταρτιέρα, βαριά πανοπλία, υαλοπίνακας, τζαμαρία, τεκτονική των πλακών, επίστρωση αργύρου, χαλύβδινη πλάκα, επιμολυβδωμένο και επικασσιτερωμένο φύλλο από χάλυβα, φύλλο από χάλυβα με μολυβδοκασσίτερο, φύλλο λευκοσιδήρου, ποδιά στέγης, πρίζα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης plate

πιάτο

noun (shallow food dish)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He put four plates on the table.
Έβαλε τέσσερα πιάτα στο τραπέζι.

πιάτο

noun (food selection, dish)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Did you choose the chicken plate?
Διάλεξες το πιάτο με το κοτόπουλο για κύριο γεύμα;

εικόνα

noun (printed image)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The old book contained many coloured plates.
Το παλιό βιβλίο περιείχε πολλές έγχρωμες εικόνες.

πλάκα

noun (metal plate)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The council put a plate over the hole in the street.
Το συμβούλιο έβαλε μια πλάκα πάνω από την τρύπα στον δρόμο.

επιμεταλλωμένος

noun (metal coating)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Her jewellery was plate, not solid gold.
Το κόσμημά της ήταν επίχρυσο και όχι από ατόφιο χρυσάφι.

άτομο

noun (serving, person being served)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The luncheon will cost fifty dollars a plate.
Το γεύμα θα κοστίσει πενήντα δολάρια το άτομο.

βαλβίδα

noun (baseball)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The runner slid into the plate to score the winning run.

πλάκα

noun (plated metallic dish)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Put that dish of stew on the hot plate.

φωτογραφική πλάκα

noun (photography: coated glass)

The photographer replaced the plate.

πέταλο

noun (type of horseshoe)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Horses are shod with aluminium plates for racing.

επιμεταλλώνω

transitive verb (coat with metal) (κάτι άλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The ornament was plated in gold.

σφυρηλατώ

transitive verb (armour: forge)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The knight's armour was plated by the best craftsmen.

τυπώνω

transitive verb (make a printing plate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The printer carefully plated the text.

σερβίρω

transitive verb (food: dish up, serve)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Isabelle plated some turkey and placed it in the middle of the table.

πινακίδα

noun (usually plural (vehicle: registration plaque)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The hit and run happened so fast no one saw the car plates.

αριθμός κυκλοφορίας

noun (often plural (vehicle's registration panel)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Personalized license plates sometimes cost more than a car. Some US states only require cars to have a license plate on the back.
Οι προσωποποιημένοι αριθμοί κυκλοφορίας ορισμένες φορές στοιχίζουν περισσότερο από ένα αυτοκίνητο. Σε κάποιες πολιτείες των ΗΠΑ τα αυτοκίνητα υποχρεούνται να φέρουν τον αριθμό κυκλοφορίας μόνο πίσω.

τεκτονική πλάκα

noun (section of Earth's crust)

βάζω κτ στο πιάτο

phrasal verb, transitive, separable (food: put on a dish)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
They plated up the food and served it to the waiting diners.

πανοπλία

noun (metal protection)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βάση

noun (metal sheet supporting [sth])

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The base plate is attached to the machine with four screws.

χαλύβδινο έλασμα

noun (steel plating used to make boilers) (για κατασκευή λέβητα)

στερεότυπη φράση

noun (figurative (standardized wording reused in different contexts) (λίγες λέξεις)

βιβλιόσημο

noun (name label affixed inside a book) (σήμα σε βιβλίο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πιατάκι για γλυκό, πιατάκι του γλυκού

noun (serving plate for dessert)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
These dessert plates are antique porcelain, you know.
Αυτά τα πιατάκια για γλυκό είναι πορσελάνινες αντίκες, ξέρεις.

πιάτο φαγητού

noun (large plate for main course)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Salad is served on a salad plate and the main course on a dinner plate.

τελική πλάκα

noun (mining: shorter member of set)

τελική πλάκα

noun (cell biology)

μεταλλικός σύνδεσμος

noun (strengthening plate) (σε σύμμικη δοκό από ξύλο/μέταλλο)

επιχρυσώνω

transitive verb (gild)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The brooch is made of sterling silver that has been gold-plated.

αρχική βάση, αρχική πλάκα

noun (uncountable (baseball: home plate)

He stole from third base to home.

αρχική πλάκα, αρχική βάση

noun (baseball: home plate) (μπέιζμπολ)

αρχική πλάκα, αρχική βάση

noun (baseball: batter's station) (μπέιζμπολ)

A pitcher must throw the ball over home plate for it to be declared a "strike.".

μάτι/εστία κουζίνας

noun (portable burner, cooking ring)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Hilda left the soup to simmer on the hotplate.

μάτι/εστία κουζίνας

noun (small stove)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Before microwaves, every college student had a hot plate in their room.

επίστρωση νικελίου, επικάλυψη νικελίου, επίστρωμα νικελίου

noun (thin coating of nickel)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nickel plate is used to manufacture stainless steel.

κάνω επινικέλωση

transitive verb (apply a coating of nickel to)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
The door knockers are cast in brass and then nickel-plated.

ταρτιέρα

noun (dish for cooking pie)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βαριά πανοπλία

noun (US (reinforced steel covering)

υαλοπίνακας

noun (strong, flat glass)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The shop window was made of plate glass.

τζαμαρία

noun as adjective (window: having flat glass)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Daniel was seriously injured when he ran into a plate-glass window.

τεκτονική των πλακών

noun (uncountable (geology: movement of earth's crust)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The earthquake was caused by plate tectonics.

επίστρωση αργύρου

noun (thin coat of silver)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Obviously the solid silver cutlery was more expensive than the silver plate.

χαλύβδινη πλάκα

noun (sheet of steel used for engraving)

The decks of the ship are made of steel plate.

επιμολυβδωμένο και επικασσιτερωμένο φύλλο από χάλυβα, φύλλο από χάλυβα με μολυβδοκασσίτερο

noun (steel sheet with alloy coat)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φύλλο λευκοσιδήρου

noun (steel, etc.: tin-coated)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Tin plate is used for food cans because it does not react to the acids present in food.

ποδιά στέγης

noun (construction) (οικοδομική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The builder fixed the wall plate to the top of the wall.

πρίζα

noun (cover for electrical outlet)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
These wall plates provide an easy connection for telephones.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του plate στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του plate

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.