Τι σημαίνει το impression στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης impression στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του impression στο Αγγλικά.

Η λέξη impression στο Αγγλικά σημαίνει εντύπωση, εντύπωση, αποτύπωμα, καλούπι, εκτύπωση, μίμηση, εκτύπωση, έκδοση, εντύπωση, έχω ότι εντύπωση ότι/πως, πρώτη εντύπωση, έχω την εντύπωση, έχω αμυδρή εικόνα, υποψιάζομαι, έχω την εντύπωση ότι/πως, αφήνω εντυπώσεις που διαρκούν, κάνω εντύπωση, εντυπωσιάζω, λανθασμένη εντύπωση, λάθος εντύπωση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης impression

εντύπωση

noun (feeling)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The tour of the house left Gary with a bad impression of the place.
Η ξενάγηση στο σπίτι άφησε στον Γκάρυ μια άσχημη εντύπωση για το μέρος.

εντύπωση

noun (idea: conveyed to others)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Susan made a bad impression at her job interview. The large picture windows in this room give an impression of space.
Η Σούζαν έκανε κακή εντύπωση στη συνέντευξη. Τα μεγάλα παράθυρα σε αυτό το δωμάτιο δίνουν την εντύπωση ενός μεγάλου χώρου.

αποτύπωμα

noun (mark left)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The sofa left an impression in the carpet.
Ο καναπές άφησε ένα αποτύπωμα στο χαλί.

καλούπι

noun (dental cast)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Karen went to the dentist to have an impression made for her dentures.
Η Κάρεν πήγε στον οδοντίατρο για να της φτιάξει καλούπι για την τεχνητή οδοντοστοιχία της.

εκτύπωση

noun (printing)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
George learned impression as a part of his graphic design studies.
Ο Τζωρτζ διδάχθηκε εκτύπωση ως μέρος των σπουδών του στο graphic design.

μίμηση

noun (colloquial (impersonation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He does an amazing impression of President Obama - it sounds exactly like him.
Κάνει μια απίστευτη μίμηση του Προέδρου Ομπάμα - ακούγεται ακριβώς σαν εκείνον.

εκτύπωση

noun (printed piece)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Jim made an impression of the document.

έκδοση

noun (press run)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The first impression of the book was only for 100 copies.

εντύπωση

noun (impact on others) (καλή)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Jane made quite an impression at the meeting.

έχω ότι εντύπωση ότι/πως

verbal expression (with clause: believing, sensing)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πρώτη εντύπωση

noun (immediate effect)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My first impression of this place was not good.

έχω την εντύπωση

verbal expression (sense)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'm getting the impression that the election didn't really change anything.

έχω αμυδρή εικόνα

verbal expression (have vague idea)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I have an impression of her as a bit irresponsible.

υποψιάζομαι

verbal expression (suspect)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

έχω την εντύπωση ότι/πως

verbal expression (sense)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I have the impresssion you do not trust me enough.

αφήνω εντυπώσεις που διαρκούν

verbal expression (have enduring impact)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω εντύπωση

verbal expression (have impact)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
If you want to make an impression socially, it is very important to remember people's names.

εντυπωσιάζω

verbal expression (have impact on [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lily has certainly made an impression on Alan.
Η Λίλι σίγουρα εντυπωσίασε τον Άλαν.

λανθασμένη εντύπωση, λάθος εντύπωση

noun (false idea)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I hope I didn't give you the wrong impression.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του impression στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του impression

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.