Τι σημαίνει το crown στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης crown στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του crown στο Αγγλικά.

Η λέξη crown στο Αγγλικά σημαίνει στέμμα, το Στέμμα, το Παλάτι, κορφή, κορυφή, τρόπαιο, κορώνα, κορόνα, κορφή, κορυφή, κορυφή, κορφή, κορώνα, φαίνεται το κεφάλι, βγαίνει το κεφάλι, στολίζω την κορυφή, βάζω κορώνα, στέφω, στέφω κπ κτ, στέφω κπ κτ, CPS, διαμάντια του στέμματος, κόρη οφθαλμού, γύψινο διακοσμητικό, διάδοχος του θρόνου, η διάδοχος του θρόνου, Eισαγγελία, θήκη, μισή κορώνα, πριόνι τρυπών, χάρτινο στέμμα, χαρτονένιο στέμμα, που έχει κερδίσει τον τίτλο τρεις φορές. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης crown

στέμμα

noun (head ornament)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Lenny wore a paper crown and pretended that he was King Arthur.
Ο Λέννυ φόρεσε ένα χάρτινο στέμμα και έκανε πως ήταν ο Βασιλιάς Αρθούρος.

το Στέμμα, το Παλάτι

noun (figurative (monarchy) (μεταφορικά)

This law cannot go into effect without the consent of the Crown.
Αυτός ο νόμος δεν μπορεί να τεθεί σε ισχύ χωρίς την έγκριση του Παλατιού.

κορφή, κορυφή

noun (top of the head)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nancy wore a bright bow on the crown of her head.
Η Νάνσυ φορούσε έναν ζωηρόχρωμο φιόγκο στην κορυφή του κεφαλιού της.

τρόπαιο

noun (figurative (championship title)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Our girls' hockey team won the league crown last year.
Η γυναικεία μας ομάδα του χόκεϋ κέρδισε πέρσυ τον τίτλο του πρωταθλήματος.

κορώνα, κορόνα

noun (artificial cap on tooth)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Toby's crown came off when he bit into the apple.
Η κορόνα του Τόμπυ έφυγε όταν δάγκωσε το μήλο.

κορφή, κορυφή

noun (top of a hill)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Just below the crown of the hill, you'll see an old oak tree.
Λίγο κάτω από την κορφή του λόφου θα δεις μια γερασμένη βελανιδιά.

κορυφή, κορφή

noun (top of a tree) (για δέντρο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κορώνα

noun (historical (former British coin)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The innkeeper charged the travellers the sum of two crowns.

φαίνεται το κεφάλι, βγαίνει το κεφάλι

intransitive verb (baby's head: be born)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tom was there when the baby crowned.

στολίζω την κορυφή

transitive verb (figurative (be on top of)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A gilded dome crowns the courthouse.

βάζω κορώνα

transitive verb (dentist: cap a tooth) (σε κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
After finishing the root canal operation, the dentist crowned the tooth.

στέφω

transitive verb (appoint to throne)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Caesar was accused of plotting to be crowned emperor.

στέφω κπ κτ

transitive verb (figurative (award championship title to) (μεταφορικά: ανακυρήσσω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Anna spelled the last difficult word and the teacher crowned her 'Spelling Champion'.

στέφω κπ κτ

transitive verb (often passive (appoint king, queen)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elizabeth Tudor was crowned Queen Elizabeth in 1559.
Η Ελισάβετ Τυδώρ στέφθηκε βασίλισσα το 1559.

CPS

noun (UK, initialism (Crown Prosecution Service) (συντομογραφία)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The CPS examined the evidence the police had gathered and decided to proceed with the prosecution.

διαμάντια του στέμματος

noun (literal (royal jewel) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He told me that it was the stolen crown jewel that I had read about in the papers.

κόρη οφθαλμού

noun (figurative ([sth] impressive, valued) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
India was the crown jewel of the British Empire.

γύψινο διακοσμητικό

noun (decorative ceiling trim) (για οροφή)

Could you install the crown molding in the centre of the ceiling please?

διάδοχος του θρόνου

noun (heir to a throne)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The crown prince shocked the world when he filed for a divorce.

η διάδοχος του θρόνου

noun (heiress to a throne)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Although she's married to the prince, she'll never be a crown princess.

Eισαγγελία

noun (UK (CPS: state prosecution service)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

θήκη

noun (artificial cap for a tooth) (καθομιλουμένη: δοντιού)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I had to have my dental crown recapped when it came loose in my mouth.

μισή κορώνα

noun (historical (former British coin)

πριόνι τρυπών

noun (rotary saw)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

χάρτινο στέμμα, χαρτονένιο στέμμα

noun (festive cardboard or tissue-paper hat)

που έχει κερδίσει τον τίτλο τρεις φορές

noun (horse racing: winner of three titles)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
When the thoroughbred won the Belmont Stakes, the Preakness, and the Kentucky Derby, it took the Triple Crown.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του crown στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.