Τι σημαίνει το deprived στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης deprived στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του deprived στο Αγγλικά.

Η λέξη deprived στο Αγγλικά σημαίνει στερημένος, στερημένος, που έχει στερηθεί κτ, που έχει στερηθεί κτ, που έχει χάσει κτ, που έχει χάσει κτ, στερώ, υποβαθμισμένη περιοχή, άπορο παιδί, στερημένη παιδική ηλικία, που του λείπει ο ύπνος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης deprived

στερημένος

adjective (underprivileged)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He came from a deprived background but achieved great success.
Ήταν ταπεινής καταγωγής, κατόρθωσε όμως να είναι εξαιρετικά επιτυχημένος.

στερημένος

adjective (lacking)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
If you want more cake, then take my slice. I wouldn't want you to feel deprived.
Αν θέλεις κι άλλη τούρτα τότε πάρε το δικό μου κομμάτι. Δεν θα ήθελα να νιώσεις αδικημένος.

που έχει στερηθεί κτ

(not provided with [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We were deprived of the opportunity to meet the author.
Μας στέρησαν την ευκαιρία να γνωρίσουμε τον συγγραφέα.

που έχει στερηθεί κτ, που έχει χάσει κτ

(having lost [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Having had polio in his youth, he was deprived of the use of his legs for the rest of his life.
Έχοντας περάσει πολιομυελίτιδα στα νιάτα του, στερήθηκε (or: έχασε) τα πόδια του για το υπόλοιπο της ζωής του.

που έχει χάσει κτ

(lacking, without [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I felt totally deprived of hope after a year of unemployment.
Ένιωθα πως έχω χάσει κάθε ελπίδα μετά από ένα χρόνο ανεργίας.

στερώ

(deny, take away) (κάτι από κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Parents who deprive their children of affection often end up doing them lasting damage.
Οι γονείς που στερούν τη στοργή από τα παιδιά τους καταλήγουν να τους προκαλούν μόνιμη ζημιά.

υποβαθμισμένη περιοχή

noun (poverty-stricken place)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The area of Mexico just south of the San Diego border crossing is a severly deprived area.

άπορο παιδί

noun (child: disadvantaged)

This government has done nothing to alleviate the problems of deprived children.

στερημένη παιδική ηλικία

noun (disadvantaged upbringing)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

που του λείπει ο ύπνος

adjective (not having slept enough)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του deprived στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του deprived

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.