Τι σημαίνει το lose στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης lose στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lose στο Αγγλικά.

Η λέξη lose στο Αγγλικά σημαίνει χάνω, χάνω, χάνω, στερώ, χάνω, αποτυγχάνω, ξεχνάω, ξεχνώ, χάνω, χάνω, χάνω, ξεφεύγω από, διαφεύγω από, χάνω, αφήνω, διώχνω, βγαίνω ζημιωμένος, δε χάνω κάτι, δε χάνω τίποτα, χάνω το χρώμα μου, χάνω τη συγκέντρωση μου, χάνω τις αισθήσεις μου, χάνω τον έλεγχο, χάνω τον έλεγχο, χάνω τον έλεγχο του, ξεπερνιέμαι, ξεφτιλίζομαι, ρεζιλεύομαι, χάνω έδαφος, αποκαρδιώνομαι, χάνω τις ελπίδες μου, χάνω κάθε ελπίδα, χάνω το ενδιαφέρον μου για κπ/κτ, χάνω το ενδιαφέρον μου για κτ, τα παίρνω, τα παίρνω στο κρανίο, χάνω ορμή, χάνω τη δυναμική μου, δε χάνω χρόνο, χάνω την υπομονή μου, εκνευρίζομαι, εξασθενώ, χάνω την εξουσία, χάνω κτ/κπ από τα μάτια μου, χάνω, χάνω την ευκαιρία, τα παίζω, τα χάνω, χάνω, χάνω χρόνο, χάνω επαφή, χάνω επαφή, χάνω τα ίχνη του, δεν παρακολουθώ, χάνω βάρος, αποπροσανατολίζομαι, χάνω τη στύση, χάνω τη στύση, τα χάνω, χάνω τα λογικά μου, χάνω τη ζωή μου, χάνω τα λογικά μου, χάνω την αυτοπεποίθηση μου, καταστρέφομαι οικονομικά, τα παίρνω, τα παίρνω άσχημα, τα παίρνω στο κρανίο, χάνω την ψυχραιμία μου, χάνω την παρθενιά μου, χάνομαι, παρεκκλίνω από κτ, χάνομαι σε, είμαι απορροφημένος από, αποσυντονίζω, δεν χάνω κπ/κτ από τα μάτια μου, δεν χάνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης lose

χάνω

transitive verb (misplace)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He lost his keys.
Έχασε τα κλειδιά του.

χάνω

transitive verb (fail to win)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They knew that they were going to lose the game.
Ήξεραν ότι θα έχαναν τον αγώνα.

χάνω

transitive verb (be deprived of: privilege, right)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They lost their right to use the library because they were so loud.
Έχασαν (or: Στερήθηκαν) το δικαίωμά να χρησιμοποιούν τη βιβλιοθήκη γιατί έκαναν πολλή φασαρία.

στερώ

transitive verb (cause the loss of) (κάτι από κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
His lack of punctuality lost him his job.
Η έλλειψη συνέπειας τού στέρησε (or: κόστισε) τη δουλειά του.

χάνω

transitive verb (fail to keep: money)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We lost a thousand dollars in the stock market.
Χάσαμε χίλια δολάρια στο χρηματιστήριο.

αποτυγχάνω

intransitive verb (fail)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I can't do this job. I'm going to lose again.
Δεν μπορώ να κάνω αυτή τη δουλειά. Θα αποτύχω πάλι.

ξεχνάω, ξεχνώ

transitive verb (figurative, informal (forget)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
What was her name? I've lost it for the moment.
Πώς τη λένε είπαμε; Το ξέχασα (or: έχασα) για μια στιγμή.

χάνω

transitive verb (figurative, informal (not make understand) (μτφ, καθομ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You are losing me. Can you say it again more slowly?
Με έχασες. Μπορείς να το πεις άλλη μια φορά πιο αργά;

χάνω

transitive verb (figurative, euphemism (be bereaved of: [sb]) (μτφ, ευφημισμός)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She lost her husband to cancer two years ago.
Έχασε τον σύζυγό της από καρκίνο πριν από δύο χρόνια.

χάνω

transitive verb (waste)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
If you don't act now, you'll be losing a great opportunity.
Αν δεν ενεργήσεις τώρα, θα χάσεις μια πολύ σημαντική ευκαιρία.

ξεφεύγω από, διαφεύγω από

transitive verb (figurative, informal (evade)

The bandit lost the police when he entered the forest.
Ο κακοποιός ξέφυγε (or: διέφυγε) από την αστυνομία όταν μπήκε στο δάσος.

χάνω

transitive verb (clock: be slow by) (ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It's a lovely antique clock, but it loses about ten minutes per week.
Είναι πολύ ωραίο ρολόι αντίκα, αλλά χάνει γύρω στα δέκα λεπτά κάθε εβδομάδα.

αφήνω, διώχνω

transitive verb (slang, figurative (get rid of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You'd better lose that attitude.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Κόψε το υφάκι γιατί δεν θα τα πάμε καλά.

βγαίνω ζημιωμένος

phrasal verb, intransitive (suffer a disadvantage)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Act now or you may lose out in the long run. The team lost out on a chance to play in the final.
Η ομάδα έχασε την ευκαιρία να παίξει στον τελικό.

δε χάνω κάτι, δε χάνω τίποτα

verbal expression (risk nothing)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You have nothing to lose by applying to the university.
Δε χάνεις τίποτα να κάνεις αίτηση στο πανεπιστήμιο.

χάνω το χρώμα μου

(go pale, fade) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
People lose color when they pass out.

χάνω τη συγκέντρωση μου

(stop paying attention)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He'll lose concentration if you keep pulling faces at him.

χάνω τις αισθήσεις μου

(faint, black out)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χάνω τον έλεγχο

(no longer have composure)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χάνω τον έλεγχο

verbal expression (no longer have authority)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The Republicans lost control of the U.S. Senate.

χάνω τον έλεγχο του

verbal expression (no longer be in command)

He was so frightened, he lost control of his bladder.

ξεπερνιέμαι

(become out of date)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Some said that skateboarding was a fad that would lose currency in no time.

ξεφτιλίζομαι, ρεζιλεύομαι

verbal expression (be embarrassed)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χάνω έδαφος

verbal expression (figurative (regress, fall back) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αποκαρδιώνομαι

verbal expression (become discouraged)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χάνω τις ελπίδες μου, χάνω κάθε ελπίδα

(become pessimistic)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It's been three days, I'm losing hope of ever finding my puppy again.

χάνω το ενδιαφέρον μου για κπ/κτ

verbal expression (become apathetic about)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I've lost interest in politics; I really don't care who wins or loses.

χάνω το ενδιαφέρον μου για κτ

verbal expression (no longer like, enjoy)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
After I nearly drowned, I lost interest in swimming. Timmy lost interest in the toy after taking it away from his baby sister.

τα παίρνω, τα παίρνω στο κρανίο

verbal expression (slang (become angry) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χάνω ορμή

(decrease in speed and force)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
As a bullet loses momentum, it arches down toward the ground.

χάνω τη δυναμική μου

(figurative (lose enthusiasm or energy)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The candidate's campaign lost momentum after his early defeats.

δε χάνω χρόνο

verbal expression (act without delay)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You should lose no time in reporting a stolen credit card.

χάνω την υπομονή μου

(be frustrated by waiting)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
If you keep us waiting much longer we'll lose patience and go elsewhere.

εκνευρίζομαι

verbal expression (become annoyed)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I'm beginning to lose patience with my noisy neighbours.

εξασθενώ

(grow weaker)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The car engine began to lose power as we climbed the hill.

χάνω την εξουσία

(lose authority)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You can be sure this government will lose power in the next election.

χάνω κτ/κπ από τα μάτια μου

verbal expression (no longer see)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We lost sight of that boat when it went around the bend in the river.

χάνω

verbal expression (figurative (no longer be focused on)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When I lose sight of my goal, I waste time and accomplish nothing.

χάνω την ευκαιρία

verbal expression (miss the chance: to do [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
If you are ever in London, you should not lose the opportunity to visit Buckingham Palace. Join the queue or you will lose the opportunity to get her autograph.
Αν βρεθείς στο Λονδίνο δεν πρέπει να χάσεις την ευκαιρία να επισκεφτείς το Παλάτι του Μπάγκιγχαμ. Μπες στην ουρά γιατί θα χάσεις την ευκαιρία να πάρεις αυτόγραφό της.

τα παίζω, τα χάνω

verbal expression (UK, informal, figurative (go insane) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Bill lost the plot when he saw the scratch along the side of his new car.

χάνω

verbal expression (not win at heads-or-tails)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χάνω χρόνο

(delay, fail to act)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Don't lose time by taking the longer route.

χάνω επαφή

verbal expression (informal (not keep in contact)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Colin and I were great friends, but we lost touch after we left university.

χάνω επαφή

verbal expression (figurative, informal (not keep up to date) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I used to be well informed about French politics, but I have lost touch since I moved out here.

χάνω τα ίχνη του

intransitive verb (fail to note progress of [sth]) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She lost track of the time so was late for her meeting.

δεν παρακολουθώ

verbal expression (not keep up to date with [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I was late because I lost track of time.

χάνω βάρος

(slim, become slimmer)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If you want to lose weight, eat less and exercise more.
Αν θέλεις να χάσεις βάρος, να τρως λιγότερο και να ασκείσαι περισσότερο.

αποπροσανατολίζομαι

verbal expression (be disorientated)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χάνω τη στύση

verbal expression (no longer have an erect penis)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
External distractions can cause you to lose your erection.

χάνω τη στύση

verbal expression (slang (no longer have an erect penis) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τα χάνω, χάνω τα λογικά μου

verbal expression (figurative (become overexcited) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Don't lose your head in an emergency. Just stay calm.

χάνω τη ζωή μου

verbal expression (euphemism (die, be killed)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χάνω τα λογικά μου

verbal expression (figurative, slang (lose sanity, sense)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χάνω την αυτοπεποίθηση μου

verbal expression (become less confident)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Don't lose your self-assurance because of one mistake.

καταστρέφομαι οικονομικά

verbal expression (figurative (be ruined financially)

τα παίρνω, τα παίρνω άσχημα, τα παίρνω στο κρανίο

verbal expression (figurative, vulgar, slang (become angry) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χάνω την ψυχραιμία μου

verbal expression (get angry)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Jeremy is so easily upset; he loses his temper over every little thing.

χάνω την παρθενιά μου

verbal expression (have sex for the first time)

χάνομαι

verbal expression (become lost)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
It is easy to lose your way in that confused maze of streets.

παρεκκλίνω από κτ

verbal expression (figurative (forget principles, aims) (αρχές, στόχοι, προσανατολισμός)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The pizza company has lost its way with young consumers.
Η πιτσαρία έχασε το παιχνίδι με τους καταναλωτές νεαρής ηλικίας.

χάνομαι σε, είμαι απορροφημένος από

transitive verb (figurative (become deeply absorbed in) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Why not lose yourself in a book for a few hours to take your mind off things?

αποσυντονίζω

verbal expression (distract [sb]) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The loud music made me lose my concentration.

δεν χάνω κπ/κτ από τα μάτια μου

verbal expression (keep in view)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Do not lose sight of your children around water.

δεν χάνω

verbal expression (figurative (remain focused on)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Don't lose sight of your goal, you're almost there.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lose στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του lose

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.