Τι σημαίνει το stripped στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης stripped στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του stripped στο Αγγλικά.
Η λέξη stripped στο Αγγλικά σημαίνει γυμνός, που του έχει στερηθεί κτ, που έχασε κτ, που του αφαιρέθηκε κτ, λωρίδα, λωρίδα, διάδρομος προσγείωσης, γδύνω, ξεντύνω, τρίβω, ξύνω, ξεντύνομαι, γδύνομαι, λωρίδα, φανέλα, τρίβω, ξύνω, ξεστρώνω, αφαιρώ τον φλοιό από κτ, βγάζω τον φλοιό από κτ, γδέρνω, χαλάω, καταστρέφω, αποσυναρμολογώ, αφαιρώ, βγάζω, παίρνω, στερώ κτ από κπ, παίρνω κτ από κπ, αφαιρώ, βγάζω, απέριττος, λιτός, απλός, λιτός, απέριττος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης stripped
γυμνόςadjective (laid bare) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The stripped wood of the floorboards looked beautiful. Το γυμνό ξύλο στο πάτωμα έδειχνε όμορφο. |
που του έχει στερηθεί κτ, που έχασε κτ, που του αφαιρέθηκε κτadjective (deprived of [sth]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The soldier, stripped of his promotion, was feeling very sorry for himself. Ο στρατιώτης που έχασε την προαγωγή του ένιωθε πολύ χάλια με τον εαυτό του. |
λωρίδαnoun (long piece) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tear off a strip of paper. Σκίσε μια λωρίδα χαρτί. |
λωρίδαnoun (stripe, band) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The strip of yellow paint in the middle of the road is not a motorcycle lane! ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Αυτή η κόκκινη λωρίδα στο δάπεδο σημαίνει ότι απαγορεύεται η είσοδος στους μη έχοντες εργασία. |
διάδρομος προσγείωσηςnoun (aircraft runway) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Land the plane on the strip. Προσγείωσε το αεροπλάνο στο διάδρομο προσγείωσης. |
γδύνω, ξεντύνωtransitive verb (unclothe) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Strip the baby and bathe him. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Αφού γύμνωσε το θύμα, τη βίασε. |
τρίβω, ξύνωtransitive verb (remove paint from) (έπιπλα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I sometimes strip old furniture and then paint it. Κατά καιρούς τρίβω (or: ξύνω) παλιά έπιπλα και τα βάφω. |
ξεντύνομαι, γδύνομαιintransitive verb (undress) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) He stripped and jumped into the water. Γδύθηκε και πήδηξε στο νερό. |
λωρίδαnoun (fringe) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The dress has a frilly strip at the waist. |
φανέλαnoun (UK (sports team kit) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The team's away strip is red. |
τρίβω, ξύνωintransitive verb (remove paint) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Before repainting, we need to strip and sand. |
ξεστρώνωtransitive verb (remove bedsheets from) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We strip the bed every third day in summer. |
αφαιρώ τον φλοιό από κτ, βγάζω τον φλοιό από κτtransitive verb (remove bark from: a tree) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) If you strip the tree, it will lose all its sap and die. |
γδέρνωtransitive verb (flay: skin, flesh) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The thorns stripped the flesh from his bare arms. |
χαλάω, καταστρέφωtransitive verb (screw threads) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) If you strip the threads the screw will not hold. Αν χαλάσεις τις βόλτες της βίδας δεν θα κρατάει. |
αποσυναρμολογώtransitive verb (dismantle) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The mechanic stripped the engine completely and then rebuilt it. |
αφαιρώ, βγάζω, παίρνω(remove parts from) (κάτι από κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) They stripped the stolen car of its valuable parts. Αφαίρεσαν τα πολύτιμα εξαρτήματα από το αυτοκίνητο. |
στερώ κτ από κπ, παίρνω κτ από κπ(take away from) The businessman was found guilty of fraud and the court stripped him of his assets. |
αφαιρώ, βγάζωphrasal verb, transitive, separable (remove: wallpaper) (κάτι από κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Strip the wallpaper from the wall. |
απέριττος, λιτόςadjective (figurative, informal (sparse or minimalist) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Mark liked the stripped-back style of the room. |
απλός, λιτός, απέριττοςadjective (figurative, informal (sparse or minimalist) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Carol was aiming for a more stripped-down lifestyle; one that was cheaper and more environmentally friendly. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του stripped στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του stripped
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.