Τι σημαίνει το derramar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης derramar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του derramar στο πορτογαλικά.

Η λέξη derramar στο πορτογαλικά σημαίνει χύνω κτ σε κτ, περιλούζω, λούζω, χύνω, έκθλιψη, πετάω, ξερνάω, ξέχειλος, γεμάτος, χύνομαι, χύνω, ρίχνω, τρέχω, γεμίζω, λούζω, σκεπάζω, καλύπτω, αδειάζω, χύνομαι, ξεχύνομαι, τρέχω, κλαίω, κάνω κπ να να δακρύσει, ματώνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης derramar

χύνω κτ σε κτ

Esbarrei na jarra e derramei o leite no chão.
Έριξα την κανάτα και έχυσα το γάλα στο πάτωμα.

περιλούζω, λούζω

verbo transitivo (manifestar de forma efusiva) (μτφ: κπ με κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Seus fãs derramaram todo seu amor após a última vitória dele.

χύνω

(deixar cair líquido para fora)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rachel bateu no copo e derramou o leite que estava dentro dele.
Η Ρέιτσελ χτύπησε το ποτήρι και έχυσε το γάλα που περιείχε.

έκθλιψη

(de leite materno) (μητρικού γάλακτος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πετάω

(figurado, informal) (μεταφορικά, καθομ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jeremy está cuspindo bobagens novamente.

ξερνάω

(καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A bolsa estourou e despejou o conteúdo sobre o chão. A porta do carro se abriu de repente e despejou Arthur na calçada.
Σκίστηκε η τσάντα και τα περιεχόμενα έπεσαν στο πάτωμα. Η πόρτα του αυτοκινήτου άνοιξε ξαφνικά και ο Άρθουρ έπεσε στο πεζοδρόμιο.

ξέχειλος, γεμάτος

verbo transitivo (vasilhame: muito cheio)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χύνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A água derramou-se do balde enquanto eu esfregava.
Χύθηκε νερό από τον κουβά ενώ σφουγγάριζα.

χύνω, ρίχνω

(deixar cair para fora algo não líquido)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bill largou a bolsa e derramou o conteúdo no chão. // A porta do carro se abriu de repente e despejou Arthur na calçada.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο Μπιλ έριξε την τσάντα του και σκόρπισε το περιεχόμενό της στο πάτωμα.

τρέχω

(fluir) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As lágrimas dela caíram sobre a carta e fizeram a tinta escorrer. Não lave esta camisa nova com os lençóis; a cor escorrerá.

γεμίζω, λούζω, σκεπάζω, καλύπτω

verbo transitivo (cobrir com algo) (κπ/κτ με κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A foto mostrou os noivos cobertos de confete.
Στη φωτογραφία ο γαμπρός και η νύφη ήταν λουσμένοι σε κονφετί.

αδειάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
William despejou os papéis fora da cesta de lixo.

χύνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A jarra caiu e o leite derramou, espalhando-se pela mesa em uma poça grande.
Έπεσε η κανάτα και χύθηκε το γάλα, το οποίο απλώθηκε στο τραπέζι σχηματίζοντας μια μεγάλη λιμνούλα.

ξεχύνομαι

(figurado)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O cinema abriu as portas e o pessoal se derramou pela calçada.

τρέχω

(μεταφορικά)

Os olhos dela transbordaram de lágrimas de alegria.
Από τα μάτια του έτρεχαν δάκρυα χαράς.

κλαίω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάνω κπ να να δακρύσει

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ματώνω

expressão verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του derramar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.