Τι σημαίνει το desaparecer στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης desaparecer στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του desaparecer στο πορτογαλικά.

Η λέξη desaparecer στο πορτογαλικά σημαίνει εξαφανίζομαι, χάνομαι, εξαφανίζομαι, εξαφανίζομαι, εξαφανίζομαι, εξαφανίζω, ξεθωριάζω, σβήνω, χάνομαι σε, σβήνω, χάνομαι, διαλύομαι, εξαφανίζομαι, σβήνω, χάνομαι, εξαφανίζομαι, χάνομαι, πέφτω, καταρρέω, εξαφανίζομαι, χάνομαι, χάνομαι, φθίνω, εξατμίζομαι, εξαφανίζομαι, φεύγω/απομακρύνομαι γρήγορα, λιγοστεύω, μικραίνω, ελαττώνω, μειώνω, εξαφανίζομαι, τελειώνω άδοξα, εξανεμίζομαι, πάω χαμένος, ξεθωριάζω, την κάνω, χάνομαι, -, εξαφανίζομαι αργά, αργοσβήνω, θάβω, ξεκάνω, καθαρίζω, αναμένω μαγικά να εξαφανιστεί κτ, εξαφανίζομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης desaparecer

εξαφανίζομαι, χάνομαι

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Com um movimento da capa, o mágico desapareceu completamente.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Για μια στιγμή μόνο κοίταξα αλλού και η τσάντα μου έγινε άφαντη!

εξαφανίζομαι

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Caçadores estão matando tantos rinocerontes que eles podem desaparecer por completo.
Οι λαθροκυνηγοί σκοτώνουν τόσους ρινόκερους που ενδέχεται να εξαφανιστούν (or: εκλείψουν).

εξαφανίζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A mulher desaparecida sumiu depois de sair de uma boate sozinha.
Η αγνοούμενη εξαφανίστηκε αφού έφυγε μόνη της από ένα κλαμπ.

εξαφανίζομαι

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Minhas chaves desapareceram.
Τα κλειδιά μου χάθηκαν.

εξαφανίζω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A junta militar deu sumiço no filho de Vigo, Palomo.
Η στρατιωτική χούντα εξαφάνισε τον γιο του Βίγκο, Πάλομο.

ξεθωριάζω, σβήνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Daqui parece que as montanhas desaparecem no horizonte. Quanto mais nos afastávamos do clube, mais a música desaparecia.
Από εδώ τα βουνά φαίνονται να ξεθωριάζουν στην απόσταση. Όσο πιο πολύ απομακρυνόμαστε από τη ντίσκο, τόσο περισσότερο έσβηνε η μουσική.

χάνομαι σε

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σβήνω

(gradualmente) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Amanda ficou sentada, observando a luz desaparecer no fim de tarde.
Η Αμάντα καθόταν και έβλεπε το φως της ημέρας που χανόταν στο σούρουπο.

χάνομαι

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

διαλύομαι

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Η καταχνιά άρχισε να διαλύεται, καθώς ανέβαινε η θερμοκρασία.

εξαφανίζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ele desapareceu nas sombras.

σβήνω, χάνομαι

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ryan olhou pela parte de trás do barco e observou a terra desaparecer de vista.

εξαφανίζομαι, χάνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Δημιουργήθηκε ένα σύννεφο καπνού και ο μάγος εξαφανίστηκε (or: χάθηκε).

πέφτω, καταρρέω

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quando o exército entrou, a resistência desapareceu.

εξαφανίζομαι

verto intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χάνομαι

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χάνομαι

verbo transitivo (tradições)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nossa língua e nossas tradições desaparecerão conforme nosso povo é absorvido pela cultura de massa.
Η γλώσσα και οι παραδόσεις μας θα φθίνουν καθώς ο λαός μας απορροφάται από την κουλτούρα του συρμού.

φθίνω, εξατμίζομαι, εξαφανίζομαι

(figurativo - emoção) (μεταφορικά, για συναισθήματα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

φεύγω/απομακρύνομαι γρήγορα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λιγοστεύω, μικραίνω, ελαττώνω, μειώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Os efeitos analgésicos da aspirina passavam já depois de uma hora.
Η παυσίπονη επίδραση της ασπιρίνης μειωνόταν μετά από μία μόλις ώρα.

εξαφανίζομαι

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A maioria dos ursos polares se extinguirá até 2050 por conta do aquecimento global.
Οι περισσότερες πολικές αρκούδες θα εξαφανιστούν μέχρι το 2050 ως συνέπεια του φαινομένου του θερμοκηπίου.

τελειώνω άδοξα, εξανεμίζομαι, πάω χαμένος

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξεθωριάζω

(memória:) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

την κάνω

(gíria, vulgar) (αργκό, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χάνομαι

(figurativo)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Você viu meu chapéu? Ele sumiu no ar.

-

verto intransitivo (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
A música desvaneceu.
Η μουσική έσβησε σιγά σιγά.

εξαφανίζομαι αργά, αργοσβήνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A imagem do fantasma esvaiu-se diante dos olhos dela.

θάβω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A assistente do governo pressionou o jornal a esconder a história.

ξεκάνω, καθαρίζω

(figurado, gíria: matar) (καθομ, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O assassino de aluguel apagou seu alvo.

αναμένω μαγικά να εξαφανιστεί κτ

locução verbal (problema)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εξαφανίζομαι

locução verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του desaparecer στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.