Τι σημαίνει το cielo στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης cielo στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cielo στο ισπανικά.

Η λέξη cielo στο ισπανικά σημαίνει παράδεισος, ουρανός, παράδεισος, άγγελος, πουλάκι, ο άλλος κόσμος, το γαλάζιο τ' ουρανού, ο άλλος κόσμος, κοπελιά, παράδεισος, ουρανός, ουράνια, επουράνια, αγάπη μου, αξιαγάπητος, αξιολάτρευτος, γλυκός, καλός, αγάπη μου, αγαπημένος, αγαπημένη, αγάπη μου, γλύκα, αγαπούλα, ταβάνι, ανεβαίνω, που είναι ψηλά, γαμώτο, θεόσταλτος, τουλουπάνι, τουλπάνι, γαλάζιος ουρανός, στον ουρανό, επιφανειακός, στον έβδομο ουρανό, θεόσταλτος, στον έβδομο ουρανό, θεόσταλτος, προς τον ουρανό, ως τον ουρανό, υπό τον έναστρο ουρανό, κάτω από τ'αστέρια, που πάει από το καλό στο καλύτερο, είμαι στον έβδομο ουρανό, πετάω στα σύννεφα, Τα λεφτά δεν τα βρίσκουμε στον δρόμο., μη μου πεις, τι λες, όχι, άει στο καλό, αμάν, έλεος!, Ο Χριστός κι η Παναγία!, Θεέ και Κύριε!, Πω πω!, έλα θεέ μου, Κύριε ελέησον, έλα Χριστέ και Παναγιά, Θεέ μου, Παναγία μου, Πω πω!, πωπώ, Θεούλη μου!, σύμπαν, παράδεισος, ανοιχτό θέατρο, γαλάζιο, γαλάζιο, δώρο Θεού, ανοικτό ορυχείο, επιφανειακή εξόρυξη, καθαρός ουρανός, νυχτερινός ουρανός, έβδομος ουρανός, ψάχνω εξονυχιστικά, οργώνω τις θάλασσες, εγκαταλείπω τα εγκόσμια, αισθάνομαι ωραία, κινώ γη και ουρανό, πετάω στα σύννεφα, πέφτω καταρρακτωδώς, προς τον ουρανό, γαλάζιος, ανοιχτός μπλε, πάρα πολύ, Χριστέ μου, έβδομος ουρανός, από τουλουπάνι, από τουλπάνι, εξορύσσω, μάννα εξ ουρανού, οι Πύλες του Παραδείσου, στον ουρανό, προς τον ουρανό, Ω, Θεέ μου!. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης cielo

παράδεισος

nombre masculino (θρησκεία)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Todos los ángeles del cielo están vigilándonos.
Όλοι οι άγγελοι του παραδείσου μας προστατεύουν.

ουρανός

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Hoy no hay nubes en el cielo.
Ο ουρανός δεν έχει καθόλου σύννεφα σήμερα.

παράδεισος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ella murió y se fue al cielo.
Πέθανε και πήγε στον παράδεισο.

άγγελος

(figurado)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Sé un ángel y alcánzame los lentes para leer, ¿quieres?
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Σ' ευχαριστώ που σήκωσες το τηλέφωνο για μένα. Είσαι ένας άγγελος!

πουλάκι

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ο άλλος κόσμος

(figurado) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
La explosión de la bomba llevó a todos los que estaban dentro del edificio al Cielo.

το γαλάζιο τ' ουρανού

nombre masculino (λόγιος)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El cohete despegó y se adentró en el cielo.

ο άλλος κόσμος

nombre masculino (figurado) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
La abuela de Ted se fue al cielo la pasada noche.

κοπελιά

(cariñoso) (για γυναίκα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
John me saludó con un "¿Todo bien, corazón?".

παράδεισος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Los cristianos tienen la esperanza de que irán al paraíso cuando mueran.

ουρανός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ουράνια, επουράνια

(λόγιο: ποιητικό)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

αγάπη μου

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¿Puedes pasarme esa caja, cariño?
Μπορείς να μου φέρεις εκείνο το κουτί, αγάπη μου;

αξιαγάπητος, αξιολάτρευτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
¡Eres un encanto!
Είσαι γλύκας!

γλυκός, καλός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Gracias por ayudarme con ese trabajo. Eres un encanto.
Ευχαριστώ που με βοήθησες με αυτή την δουλειά· είσαι τόσο γλυκός.

αγάπη μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ven aquí, cariño, y dame un abrazo.

αγαπημένος, αγαπημένη

(ερωτική σχέση)

Me casaré con mi amor a más tardar en la primavera.

αγάπη μου

(cariñoso, coloquial) (καθομιλουμένη)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Hola cariño, ¿cómo ha ido hoy la escuela?

γλύκα, αγαπούλα

(αργκό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
No te preocupes, querido; ¡todo va a estar bien!

ταβάνι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El techo de la habitación estaba pintado de azul.
Το ταβάνι στο υπνοδωμάτιο βάφτηκε μπλε.

ανεβαίνω

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La pelota se elevó al cielo y la atraparon finalmente al caer.

που είναι ψηλά

(ήλιος, φεγγάρι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γαμώτο

(υβριστικό)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Sé de aviones, ¡soy piloto, maldición!

θεόσταλτος

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
La inesperada promoción laboral y el aumento de sueldo fue una bendición para Mitch.

τουλουπάνι, τουλπάνι

(ύφασμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γαλάζιος ουρανός

(poético)

στον ουρανό

locución preposicional

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επιφανειακός

locución adjetiva (minería) (ορυχείο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

στον έβδομο ουρανό

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Los niños están en el séptimo cielo cuando les dan su postre favorito.

θεόσταλτος

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tras la gran sequía, los granjeros se alegraron con la lluvia mandada del cielo.

στον έβδομο ουρανό

(figurado, coloquial) (μεταφορικά: είμαι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Lisa estaba tocando el cielo con las manos cuando se enteró de que iba a ser abuela.

θεόσταλτος

(π.χ. θεόσταλτη ευκαιρία)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

προς τον ουρανό

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
El granjero miró hacia el cielo y vio que las nubes de tormenta se amontonaban.

ως τον ουρανό

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

υπό τον έναστρο ουρανό, κάτω από τ'αστέρια

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Extendieron las mantas y durmieron a cielo abierto.

που πάει από το καλό στο καλύτερο

expresión (figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Y de ahí en más ya no hay quien nos pare, y el cielo es el límite.

είμαι στον έβδομο ουρανό, πετάω στα σύννεφα

(figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El día que nació su hija, el nuevo padre estaba tocando el cielo con las manos.

Τα λεφτά δεν τα βρίσκουμε στον δρόμο.

¡No, no te podemos comprar una bicicleta nueva, el dinero no crece en los árboles!

μη μου πεις, τι λες, όχι, άει στο καλό

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¡Caramba! ¡No puedo creer que hayas dicho eso!

αμάν

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¡Santo cielo! ¡Ben finalmente aprobó su examen de conducir!

έλεος!

(αγανάκτηση)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¡Dios mío! ¿Y ahora qué hizo?

Ο Χριστός κι η Παναγία!, Θεέ και Κύριε!

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¡Santo Dios! ¿De qué tamaño es ese diamante que llevas en el dedo?

Πω πω!

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¡Dios mío! ¡Cuánta comida preparaste!

έλα θεέ μου, Κύριε ελέησον, έλα Χριστέ και Παναγιά

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¡Santo Cielo! ¡No puedes ir a la fiesta vestida así!

Θεέ μου, Παναγία μου

interjección

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

Πω πω!

locución interjectiva

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¡Santo cielo! ¡Hay una araña gigantesca en el baño!

πωπώ

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¡Dios mío! ¡Algunos de los chistes de Roger fueron horribles!

Θεούλη μου!

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σύμπαν

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

παράδεισος

nombre masculino (θρησκεία)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Es una ilustración de Gustave Doré que muestra a Dante y Beatriz mirando hacia el más alto Cielo.

ανοιχτό θέατρο

Están dando obras de Shakespeare en el teatro a cielo abierto este verano.

γαλάζιο

locución nominal masculina (χρώμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γαλάζιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
¿Tienes esta camiseta en azul celeste?
Έχετε αυτό το πουκάμισο σε ανοιχτό μπλε;

δώρο Θεού

nombre masculino (μτφ: καλοδεχούμενος)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
El nacimiento de ese bebé fue un verdadero regalo del cielo para sus jóvenes padres.

ανοικτό ορυχείο

locución nominal femenina

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

επιφανειακή εξόρυξη

nombre femenino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

καθαρός ουρανός

νυχτερινός ουρανός

locución nominal masculina

έβδομος ουρανός

locución nominal masculina (θρησκεία)

ψάχνω εξονυχιστικά

En la búsqueda del chico perdido, la policía removió cielo y tierra..

οργώνω τις θάλασσες

locución verbal (μεταφορικά, λόγιος)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Buscó a su hermano por cielo y tierra, hasta que dio con él.
Έφαγα τον κόσμο να βρω νύφη κι αυτή τελικά έμενε δίπλα μου όλον αυτό τον καιρό.

εγκαταλείπω τα εγκόσμια

locución verbal (eufemismo) (ευφημισμός)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quiero irme al cielo en el momento y de la manera que yo elija.
Θα ήθελα να εγκαταλείψω τα εγκόσμια στο χρόνο και με τον τρόπο που θα επέλεγα εγώ.

αισθάνομαι ωραία

expresión (coloquial)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κινώ γη και ουρανό

expresión (figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Si pudiera, movería cielo y tierra para que se ponga bien de nuevo.
Αν μπορούσα θα κινούσα γη και ουρανό για να τον κάνω πάλι καλά. Θα κινήσω γη και ουρανό για να επιτύχω τους στόχους μου.

πετάω στα σύννεφα

(figurado) (μεταφορικά)

πέφτω καταρρακτωδώς

locución verbal (PR, coloquial) (βροχή)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Espero que traigas paraguas, ¡va a abrirse el cielo!
Ελπίζω να πήρες ομπρέλα, βρέχει καρεκλοπόδαρα σήμερα.

προς τον ουρανό

locución adjetiva

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Exasperado, Matt volteó sus ojos al cielo.

γαλάζιος

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ανοιχτός μπλε

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

πάρα πολύ

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Te quiero hasta el cielo.

Χριστέ μου

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¡Por Dios! No puedo creer que dijera eso de mí.

έβδομος ουρανός

locución nominal masculina (figurado) (μεταφορικά: απόλυτη ευτυχία)

από τουλουπάνι, από τουλπάνι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εξορύσσω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μάννα εξ ουρανού

(informal) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
La herencia que recibí de mi tía bisabuela fue como un maná caído del cielo.

οι Πύλες του Παραδείσου

locución nominal femenina plural

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

στον ουρανό

(en el cielo) (μεταφορικά, ο Παράδεισος)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Fue como un regalo de Dios en las alturas.

προς τον ουρανό

locución preposicional

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ella escuchó el graznido de las ocas y levantó la vista hacia el cielo.
Άκουσε τις κραυγές των αγριόχηνων και κοίταξε προς τον ουρανό.

Ω, Θεέ μου!

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cielo στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του cielo

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.