Τι σημαίνει το cuerpo στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης cuerpo στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cuerpo στο ισπανικά.

Η λέξη cuerpo στο ισπανικά σημαίνει σώμα, σώμα, σώμα, σώμα, σώμα, σώμα, κορμί, πτώμα, σορός, σώμα, πτώμα, σώμα, ζουμί, μήκος σώματος, ομάδα, κορμός, σωματική διάπλαση, πτώμα, ταξιαρχία, μπούστο, οργανισμός, σώμα, κώλος, καπάκι, σωματικός, πυροσβεστική, ξυρίζω, έντονος, δυνατός, πεζοναύτες, διδακτικό προσωπικό, εφαρμοστός, στενός, σώμα με σώμα, ευκατάστατος, ημιπληγικός, ολόσωμος, που απεικονίζει το άτομο μέχρι τη μέση, ασώματος, -σωμος, δυνατός, ψυχή τε και σώματι, ολοκληρωτικά, πολιτικό σώμα, Βρετανικό σώμα εθελοντών ιππέων, αφόδευση, κένωση, διπλωματικό σώμα, μάχη σώμα με σώμα, εθελοντικός στρατός, στρατός ξηράς, αντικαταστάτης ηθοποιού, σωσίας, επιτροπή λήψης αποφάσεων, ξένο σώμα, υγιές σώμα, ουράνιο σώμα, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, νομοθετικό συμβούλιο, σέξυ σώμα, σέξυ κορμί, τακτική στρατιωτική δύναμη, μάζα νερού, μαθητές, φοιτητές, χημική σύσταση, ανθρώπινο σώμα, κάτω μέρος του σώματος, μέρος του σώματος, σωματότυπος κλεψύδρα, πεζοναύτες, Σώμα Εκπαίδευσης Πολιτών, ολόσωμος, προπονητές, αφοσιώνομαι σε κτ, πέφτω στο έδαφος, την κάνω λαμόγιο, πουκαμίσα φόρεμα, ιππότες, σώμα επιθεωρητών, αξιωματικοί, ειδική ομάδα, ρακέτα με φαρδύ προφίλ, εμπλουτίζω, εύσωμος, Σώμα Εκπαίδευσης Αξιωματικών, αφιερώνομαι, αφοσιώνομαι, κόσμος, ετοιμάζω, με φαρδύ προφίλ, κυτταρικό σώμα, μεσολόβιο, κύτος, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, ιδιαίτερη μεταχείριση, ειδική μεταχείριση, προνομιακή μεταχείριση, οικογενειακή εστία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης cuerpo

σώμα

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Jody cuida su cuerpo haciendo ejercicios.
Η Τζόντι φροντίζει το κορμί της κάνοντας γυμναστική.

σώμα

nombre masculino (masa material)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La Tierra es un cuerpo planetario.
Η Γη είναι ένα ουράνιο σώμα.

σώμα

nombre masculino (parte principal) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El cuerpo de este ensayo está bien escrito.

σώμα

nombre masculino (textura, densidad) (οινογνωσία: μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Este vino tiene mucho cuerpo.
Αυτό το κρασί έχει πλούσιο σώμα.

σώμα

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Un cuerpo de guardias de elite acompaña al presidente a todos lados.
Ένα επίλεκτο σώμα φρουρών συνοδεύει παντού την πρόεδρο.

σώμα, κορμί

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πτώμα

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El cuerpo no fue descubierto sino tres días después.

σορός

nombre masculino (cadáver)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Su cuerpo fue sometido a examinación post mórtem por la policía.

σώμα

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Nuestro cuerpo de investigadores científicos nos informa mensualmente.
Το σώμα των επιστημόνων - ερευνητών μας, μας δίνει αναφορά κάθε μήνα.

πτώμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Después del accidente había cuerpos en la carretera.

σώμα

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A ella no le gusta que le toquen el cuerpo.
Δεν της αρέσει όταν αγγίζεις το σώμα της.

ζουμί

nombre masculino (figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
No hay mucho cuerpo en su argumento.
Δεν έχει πολύ ζουμί το επιχείρημά του.

μήκος σώματος

nombre masculino (carrera de caballos) (ως μέτρο μήκους)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
El caballo ganó por un cuerpo.
Το άλογο κέρδισε κατά ένα μήκος σώματος.

ομάδα

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El cuerpo de bomberos corrió hacia el edificio en llamas.

κορμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El robusto poni tenía un sólido cuerpo y patas cortas y fornidas.

σωματική διάπλαση

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
La modelo tiene buen cuerpo.

πτώμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Un paseador de perros encontró el cadáver en el bosque.
Ένας άντρας βρήκε το πτώμα στο δάσος ενώ έβγαζε βόλτα τον σκύλο του.

ταξιαρχία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μπούστο

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

οργανισμός

(cuerpo)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Mi sistema aún no se ha recuperado de la mala comida que ingerí hace dos días.

σώμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Los GEOS son una división de élite del ejército.

κώλος

(figurado) (ανεπίσημο, προσβλητικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Mueve el esqueleto de esa cama, vamos, tenemos cosas que hacer.

καπάκι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La caja de la guitarra tiene incrustaciones de nácar.

σωματικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
¿Sobrevive la mente a la muerte corporal?
Ο νους εξακολουθεί να ζει μετά το τέλος της σωματικής ύπαρξης;

πυροσβεστική

Alguien llamó a los bomberos después de que encendiésemos una fogata. Los bomberos tardaron cinco horas en apagar la casa en llamas.

ξυρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pippa se depila las piernas dos veces por semana.
Η Πίπα ξυρίζει τα πόδια της δυο φορές την εβδομάδα.

έντονος, δυνατός

(vino)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Este es un vino tinto robusto, de sabores fuertes.
Αυτό είναι ένα έντονο κόκκινο κρασί με δυνατή γεύση.

πεζοναύτες

(coloquial) (το σώμα του στρατού)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Su padre había estado en la marina, pero ahora se unió a los marines.

διδακτικό προσωπικό

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

εφαρμοστός, στενός

locución adjetiva (ενδύματα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Su vestido pegado al cuerpo realzaba su delgada figura.

σώμα με σώμα

locución adjetiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Incluso con los armamentos modernos, los soldados todavía necesitan desarrollar habilidades para el combate cuerpo a cuerpo.
Ακόμα και με τα σύγχρονα όπλα, οι στρατιώτες πρέπει να μάθουν την τεχνική της μάχης σώμα με σώμα.

ευκατάστατος

locución adverbial (coloquial)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Estoy a cuerpo de rey desde que me gané la lotería.

ημιπληγικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Desde que mi tío tuvo el ataque, está paralizado de la mitad del cuerpo.
Από τότε που ο θείος μου έπαθε εγκεφαλικό είναι ημιπληγικός.

ολόσωμος

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La cama solar proporciona un bronceado parejo de cuerpo entero.

που απεικονίζει το άτομο μέχρι τη μέση

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ασώματος

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

-σωμος

locución adjetiva (άτομο)

δυνατός

locución adjetiva (γεύση)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ψυχή τε και σώματι

(καθαρεύουσα, λόγιος)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Miranda se entregó en cuerpo y alma a la canción.
Η Μιράντα αφιερώθηκε με όλο της το είναι στην εκτέλεση του τραγουδιού.

ολοκληρωτικά

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Fue un creador dedicado en cuerpo y alma a la música.

πολιτικό σώμα

locución nominal masculina

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Βρετανικό σώμα εθελοντών ιππέων

(ιστορικό)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

αφόδευση, κένωση

(ES)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tuve que correr al baño y hacer de vientre después de comerme los higos.

διπλωματικό σώμα

Arnol estaba en el cuerpo diplomático y se convirtió en Embajador de Egipto.

μάχη σώμα με σώμα

nombre masculino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
En las artes marciales te entrenan para el combate cuerpo a cuerpo.

εθελοντικός στρατός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

στρατός ξηράς

nombre masculino

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

αντικαταστάτης ηθοποιού, σωσίας

nombre masculino (για γυμνές σκηνές)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Todos saben ya que esa actriz usa dobles de cuerpo para sus escenas eróticas.

επιτροπή λήψης αποφάσεων

locución nominal masculina

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξένο σώμα

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La radiografía reveló un cuerpo extraño en el pulmón.

υγιές σώμα

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ουράνιο σώμα

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

locución nominal masculina

νομοθετικό συμβούλιο

locución nominal masculina

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El cuerpo legislativo es la Asamblea política que elabora las leyes.

σέξυ σώμα, σέξυ κορμί

Es más importante tener una buena personalidad que un cuerpo sexy.

τακτική στρατιωτική δύναμη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La marina envió un cuerpo especial para enfrentar el ataque.

μάζα νερού

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Estaba listo para llevar su canoa a cualquier cuerpo de agua que hubiera en un radio de cinco millas.

μαθητές, φοιτητές

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

χημική σύσταση

nombre femenino

La forma de la molécula de una proteína determina su papel en la química del cuerpo.

ανθρώπινο σώμα

nombre masculino

El cuerpo humano se compone de cabeza, tronco y extremidades superiores e inferiores.

κάτω μέρος του σώματος

nombre femenino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La parte inferior del cuerpo está poco desarrollada en el recién nacido.

μέρος του σώματος

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
A los estudiantes de anatomía se les pidió que diseccionaran partes del cuerpo humano.

σωματότυπος κλεψύδρα

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

πεζοναύτες

nombre propio masculino (ως σώμα)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

Σώμα Εκπαίδευσης Πολιτών

nombre propio masculino

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ολόσωμος

locución adjetiva (espejo)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Isabela se dio vuelta para ver la parte de atrás de su falda en el espejo de cuerpo entero.

προπονητές

Después del pobre desempeño que el equipo tuvo este año, los dueños despidieron al 80% de los entrenadores.

αφοσιώνομαι σε κτ

(coloquial)

Si quieres ser un atleta de verdad, tienes que entregarte en cuerpo y alma al deporte.

πέφτω στο έδαφος

(μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Al primer disparo, todos obedecieron y se tiraron cuerpo a tierra.

την κάνω λαμόγιο

locución verbal (CL) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Raúl le sacó el cuerpo a su trabajo hoy.

πουκαμίσα φόρεμα

locución adjetiva (μοιάζει με πουκάμισο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ιππότες

(όλοι μαζί)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
El cuerpo de caballeros protegía el reino de los criminales.

σώμα επιθεωρητών

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
El cuerpo de inspectores revisará el documento.

αξιωματικοί

locución nominal masculina (πολεμικό πλοίο)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

ειδική ομάδα

El alcalde formó un cuerpo especial para quitar la prostitución de las calles de la ciudad.
Ο δήμαρχος δημιούργησε μια ειδική ομάδα για να εξαλείψει την πορνεία από τους δρόμους της πόλης.

ρακέτα με φαρδύ προφίλ

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εμπλουτίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Este reporte no es muy convincente, ¿podrás hacerlo más sustancioso con algo más que encuentres en Internet?
Η έκθεση δεν είναι αρκετά πειστική. Δεν μπορείς να την εμπλουτίσεις με κάτι από το διαδίκτυο;

εύσωμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Σώμα Εκπαίδευσης Αξιωματικών

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αφιερώνομαι, αφοσιώνομαι

(στο να κάνω κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tras la muerte de su esposa por culpa del cáncer, se dedicó en cuerpo y alma a recaudar fondos para organizaciones benéficas contra el cáncer.
Μετά το θάνατο της γυναίκας του από καρκίνο αφοσιώθηκε στη συγκέντρωση χρημάτων για αντικαρκινικές φιλανθρωπικές οργανώσεις.

κόσμος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Los astrónomos han descubierto un nuevo cuerpo celeste más allá de Plutón.
Οι αστρονόμοι ανακάλυψαν έναν νέο κόσμο πέρα από τον Πλούτωνα.

ετοιμάζω

(νεκρό για ταφή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La funeraria va a preparar el cuerpo de mi tía fallecida para que podamos verla mañana.
Το γραφείο κηδειών θα ετοιμάσει αύριο τη νεκρή θεία μου προς πρόθεση.

με φαρδύ προφίλ

locución adjetiva (ρακέτα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κυτταρικό σώμα

μεσολόβιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κύτος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

"¡Cuerpo a tierra! ¡A cubierto!"

ιδιαίτερη μεταχείριση, ειδική μεταχείριση, προνομιακή μεταχείριση

(literal)

οικογενειακή εστία

expresión (matrimonio)

Henry dijo que lo que hizo su esposa ya no es más asunto suyo, ya que había dejado su cuerpo y bienes.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cuerpo στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του cuerpo

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.