Τι σημαίνει το desejar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης desejar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του desejar στο πορτογαλικά.

Η λέξη desejar στο πορτογαλικά σημαίνει επιθυμώ, θέλω, ποθώ, λαχταράω, λαχταρώ, ποθώ, εύχομαι, επιθυμώ, θέλω, έχω την πρόθεση, εύχομαι, εύχομαι κτ σε κπ, εύχομαι κτ σε κπ, ελπίζω σε κτ, θέλω κτ πολύ για να γίνει, λαχταράω, λαχταρώ, θέλω, επιθυμώ, θέλω, θέλω, θέλω, προτιμώ, λαχταρώ, ποθώ, κάνω μια ευχή σε κτ, λαχταρώ, θέλω, λαχταρώ, ποθώ, αν θέλεις, έχω πολλές ελλείψεις, εύχομαι κτ σε κπ/κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης desejar

επιθυμώ, θέλω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se realmente desejares isso, tu consegues aprender uma nova língua.
Αν το λαχταράς πολύ, μπορείς να μάθεις μια καινούρια γλώσσα.

ποθώ

verbo transitivo (sexual)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele diz que a ama, mas, na verdade, ele a deseja.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Είναι η γυναίκα της ζωής μου και τη θέλω σαν τρελός.

λαχταράω, λαχταρώ, ποθώ

(να κάνω κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A menininha sentou-se silenciosamente em sua carteira, mas ela desejava sair e brincar no sol.
Το κοριτσάκι κάθισε ήσυχο στο θρανίο του, όμως λαχταρούσε να βγει έξω να παίξει στη λιακάδα.

εύχομαι

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Desejo felicidade completa para meus filhos.
Εύχομαι στα παιδιά μου απόλυτη ευτυχία.

επιθυμώ, θέλω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Πάντα επιθυμούσα (or: ήθελα) μια καλύτερη ζωή για την οικογένειά μου.

έχω την πρόθεση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ela nunca desejou que o tanque de gasolina explodisse quando acendeu o cigarro.
Δεν είχε την πρόθεση να προκαλέσει την ανατίναξη του ντεπόζιτου όταν άναψε το τσιγάρο της.

εύχομαι

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Desejaria que ele parasse de falar.
Μακάρι να σταματούσε να μιλάει!

εύχομαι κτ σε κπ

verbo transitivo

Ele desejou boa noite a todos e foi dormir.
Ευχήθηκε σε όλους καλη νύχτα και πήγε να ξαπλώσει.

εύχομαι κτ σε κπ

verbo transitivo

A professora desejou a todos os alunos boa sorte para o teste. Eu te desejo bem.

ελπίζω σε κτ

verbo transitivo

Desejamos notícias melhores logo.

θέλω κτ πολύ για να γίνει

verbo transitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Isso não acontece simplesmente. Você precisa desejar que aconteça.

λαχταράω, λαχταρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A comida da escola não era ruim, mas Kevin ansiava pela comida de sua mãe.
Το φαγητό στο σχολείο δεν ήταν κακό, αλλά ο Κέβιν λαχταρούσε το φαγητό της μητέρας του.

θέλω, επιθυμώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se você quer vir, entre no carro!
Εάν θέλεις να έρθεις μπες στο αυτοκίνητο!

θέλω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Faça o que quiser! Saio em cinco minutos.

θέλω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quero-te tanto. Quando podemos ficar sozinhos?

θέλω, προτιμώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você pode fazer o que desejar até eu chegar em casa, depois vamos limpar a casa.
Μπορείς να κάνεις ό,τι σου αρέσει μέχρι να γυρίσω σπίτι. Μετά θα καθαρίσουμε.

λαχταρώ, ποθώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A Branca de Neve ansiava pelo dia em que seu príncipe chegaria.

κάνω μια ευχή σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Audrey olhou para o céu à noite e fez um pedido para uma estrela que todos os seus sonhos se realizassem.

λαχταρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

θέλω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se o corredor quiser, ele pode quebrar o recorde.
Αν το θέλει αρκετά, ο δρομέας μπορεί και να σπάσει το ρεκόρ.

λαχταρώ, ποθώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Míriam ansiava por Jake tomá-la nos braços e dizer que a amava.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Λαχταρούσε να την πάρει στην αγκαλιά του και να της πει ότι την αγαπάει.

αν θέλεις

(escolha, desejo, conforme quiser)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έχω πολλές ελλείψεις

expressão (κάτι λείπει)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εύχομαι κτ σε κπ/κτ

expressão verbal

Gota é muito desagradável. Eu não desejaria isso para ninguém.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του desejar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.