Τι σημαίνει το desperate στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης desperate στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του desperate στο Αγγλικά.

Η λέξη desperate στο Αγγλικά σημαίνει απελπισμένος, απεγνωσμένος, απελπισμένα, απεγνωσμένα, θέλω απελπισμένα, θέλω απεγνωσμένα, άμεσος, έκτακτος, απελπιστικός, απεγνωσμένος, απεγνωσμένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης desperate

απελπισμένος, απεγνωσμένος

adjective (person: needing help)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The people of the famine-stricken country are desperate.
Οι άνθρωποι της πληγείσας απ' το λιμό χώρας είναι σε απόγνωση.

απελπισμένα, απεγνωσμένα

(person: needing [sth] urgently) (ζητώ, χρειάζομαι κλπ)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The parents of the missing child are desperate for any information on his whereabouts.
Οι γονείς του αγνοούμενου παιδιού αναζητούν απελπισμένα οποιαδήποτε πληροφορία για το που μπορεί να βρίσκεται.

θέλω απελπισμένα, θέλω απεγνωσμένα

adjective (person: urgently wishing to do [sth]) (να κάνω κάτι)

Gerald is desperate to find a job.
Ο Τζέραλντ θέλει απελπισμένα να βρει μια δουλειά.

άμεσος, έκτακτος

adjective (need: urgent, extreme) (η ανάγκη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The impoverished family were in desperate need.
Η φτωχή οικογένεια αντιμετώπιζε άμεση ανάγκη.

απελπιστικός

adjective (situation: hopeless)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The disaster victims found themselves in a desperate situation.
Τα θύματα της καταστροφής βρέθηκαν σε απελπιστική κατάσταση.

απεγνωσμένος

adjective (extreme, determined)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Sarah made a desperate attempt to grab Mark's hand before he fell from the cliff.
Η Σάρα έκανε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να αρπάξει το χέρι του Μαρκ πριν εκείνος πέσει απ' τον γκρεμό.

απεγνωσμένος

adjective (wild, reckless)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Police are hunting the desperate killer.
Η αστυνομία κυνηγάει τον απεγνωσμένο δολοφόνο.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του desperate στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.