Τι σημαίνει το pass στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης pass στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pass στο Αγγλικά.
Η λέξη pass στο Αγγλικά σημαίνει προσπερνάω, περνάω από κτ, περνώ από κτ, προσπερνάω, δίνω, δίνω, περνάω, περνώ, περνάω, περνώ, περνάω, περνώ, περνάω, περνώ, πάσο, πέρασμα, πέρασμα, άδεια εισόδου, περνάω, περνώ, βάση, πάσα, περάσμα, τέχνασμα, ταχυδακτυλουργικό, φλερτ, άδεια, κρίσιμο σημείο, περνάω, περνώ, πασάρω, περνάω, περνώ, συμβαίνω, πάω πάσο, περνάω, περνώ, φεύγω, περνάω, περνώ, συναντάω, πασάρω, περνάω, περνώ, αποβάλλω, ασκώ, επιβάλλω, ξεπερνάω, περνάω, περνώ, δίνω, πασάρω, δίνω, περνάω, περνώ, περνάω, περνώ, προσπερνώ, περνάω απαρατήρητος, κληροδοτώ, κληροδοτώ, περνάω σε κτ, γίνομαι, περνάω, πλασάρω κπ/κτ ως κπ/κτ, κληροδοτώ, δίνω κτ σε κπ άλλο, απορρίπτω, αποκρούω, φεύγω, λιποθυμάω, λιποθυμώ, ολοκληρώνω τη βασική εκπαίδευση, μοιράζω, παραβλέπω, αντιπαρέρχομαι, παραβλέπω, πετάω πάνω από, καθαρίζω, τρίβω, αρνούμαι, χάνω, άδεια εισόδου στα παρασκήνια, κάρτα επιβίβασης, αερίζομαι, παρακάμπτω, περιφερειακός, ψηλοκρεμαστή πάσα, συμβαίνω, πάσα προς τα εμπρός, εισιτήριο ελευθέρας εισόδου, πρόσκληση, άδεια, κάνω χώρο, αφήνω χώρο, αφήνω κτ να περάσει, την πέφτω σε κπ, κάρτα εισόδου σε μουσεία, δεν γίνομαι δεκτός, δεν περνάω, αποτυγχάνω σε εξετάσεις, περνάω νόμο, ψηφίζω νόμο, περνάω την εξέταση, μοιράζω, κυκλοφορώ, με περνάνε για κτ/κπ, μεταβάλλομαι από κάτι σε κάτι, αερίζομαι, κρίνω, εκφέρω άποψη, εκφράζω γνώμη, γίνομαι αποδεκτός, γίνομαι δεκτός, πηδάω, παραλείπω, παραδίδω τη σκυτάλη, ρίχνω το φταίξιμο αλλού, βγάζω το δίσκο, είδος παιδικού παιχνιδιού, ρίχνω αλλού την ευθύνη, διέρχομαι, περνάω, μετακύλιση, άμεσης επανεκχώρησης, πέρασμα, ενδιάμεσος σταθμός, διέλευση, πέρασμα για τη μεταβίβαση κεφαλαίων, που μετακυλίεται, περνάω την ώρα μου, περνάω τον χρόνο μου, περνάω απαρατήρητος, ετήσιο πάσο, ετήσιο εισιτήριο, κάρτα για σκι, εισιτήριο για σκι, κάρτα απεριορίστων διαδρομών. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης pass
προσπερνάωtransitive verb (go past) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The bus passed me without stopping. Το λεωφορείο με προσπέρασε χωρίς να σταματήσει. |
περνάω από κτ, περνώ από κτtransitive verb (get through) First you need to pass customs, then you have to wait for your luggage. Πρώτα πρέπει να περάσεις από το τελωνείο και μετά θα περιμένεις τις αποσκευές σου. |
προσπερνάωtransitive verb (driving: overtake) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The racecar passed his opponent at the last minute to win the race. Το αγωνιστικό αυτοκίνητο προσπέρασε τον αντίπαλό του την τελευταία στιγμή και κέρδισε την κούρσα. |
δίνωtransitive verb (object: hand to [sb]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Could you please pass the salt? Μπορείς να μου δώσεις το αλάτι σε παρακαλώ; |
δίνω(object: give, hand) (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He passed the pen to her. Της έδωσε το στυλό. |
περνάω, περνώtransitive verb (candidate: succeed) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She passed her driving test on her first attempt. Πέρασε τις εξετάσεις οδήγησης με την πρώτη. |
περνάω, περνώtransitive verb (law: approve) (μτφ: ο νόμος) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The law was passed by a vote of seventy to thirty. Ο νόμος πέρασε με πλειοψηφία εβδομήντα προς τριάντα. |
περνάω, περνώtransitive verb (not fail: exam) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I passed the test! Πέρασα το τεστ! |
περνάω, περνώintransitive verb (go by) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The bus passed without stopping for us. Το λεωφορείο πέρασε χωρίς να σταματήσει για εμάς. |
πάσοinterjection (I don't know the answer) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) "Jenna, what's the answer to number twelve?" "Pass." |
πέρασμαnoun (mountain pass) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) There is a pass through the mountains thirty kilometres north of here. |
πέρασμαnoun (river channel) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Be careful when kayaking through the pass. |
άδεια εισόδουnoun (document giving entry) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) He showed his summer pass and was admitted to the pool. |
περνάω, περνώnoun (success in exam) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He achieved ten straight passes in his exams. Πέρασε δέκα μαθήματα στις εξετάσεις |
βάσηnoun (UK (university degree) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) His sister got a first class degree, but he only got a pass. |
πάσαnoun (sport: ball transfer) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The pass was intercepted by the opponent. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Έπρεπε να δώσει πάσα στον συμπαίκτη του που ήταν ελεύθερος. |
περάσμαnoun (hand gesture) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The pass of the psychic's hand over the table seemed to set off a strange series of events. |
τέχνασμα, ταχυδακτυλουργικόnoun (sleight of hand) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The tabletop conjuror amazed us with his passes. |
φλερτnoun (sexual advance) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Becky wasn't interested in Tom and pretended she hadn't even noticed his pass. Η Μπέκυ δεν ενδιαφερόταν για τον Τομ και έκανε πως δεν αντιλήφθηκε καν το φλερτ του. |
άδειαnoun (military: leave of absence) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The soldier was granted a pass to attend his mother's funeral. |
κρίσιμο σημείοnoun (figurative (important point) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) What has brought us to such a pass in our relationship? |
περνάω, περνώintransitive verb (be transferred) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The birthday card passed from person to person. |
πασάρωintransitive verb (sport: transfer the ball) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) He passed, then ran towards the goal. |
περνάω, περνώintransitive verb (time: go by) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) It seems that time passes faster every year. |
συμβαίνωintransitive verb (formal (happen) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) You would be amazed at what has come to pass after the accident. |
πάω πάσοintransitive verb (games: decline) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) You can either play a card or pass. |
περνάω, περνώintransitive verb (end) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) That opportunity has now passed. |
φεύγωintransitive verb (US euphemism (die) (μεταφορικά, ευφημισμός) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I'm sorry to tell you that your husband has passed. |
περνάω, περνώintransitive verb (not fail exam) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) "How was the test?" "I passed!" |
συναντάωtransitive verb (movement: cross) (κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) They passed each other while running errands this morning. Έπεσαν ο ένας πάνω στον άλλο όταν είχαν βγει για δουλειές σήμερα το πρωί. |
πασάρωtransitive verb (ball: transfer) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) To play well as part of a team, it's important to pass the ball, rather than just keeping it to yourself. |
περνάω, περνώtransitive verb (examiner: give pass mark) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The student's grades were much better this year, so the teacher was happy to pass him. |
αποβάλλωtransitive verb (euphemism (excrete, discharge) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) They say it is painful to pass a kidney stone. |
ασκώtransitive verb (judgement: criticism) (κριτική) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The columnist passed judgement against the candidate's plans. |
επιβάλλωtransitive verb (judgement: a sentence) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The judge passed a sentence of five years' imprisonment on the criminal. |
ξεπερνάω, περνάω, περνώtransitive verb (exceed) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The rocket's speed quickly passed two hundred kilometres per hour. |
δίνωtransitive verb (circulate) They passed the popcorn around the table. |
πασάρω(ball: transfer to [sb]) (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He passed the basketball to his teammate, then his teammate shot it. |
δίνωphrasal verb, transitive, separable (hand round, circulate) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Please pass along these hints for healthy living. |
περνάω, περνώphrasal verb, intransitive (go past) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) When Emily was sick, she sat near the window and waved at everyone who passed by. Όταν η Έμιλι ήταν άρρωστη καθόταν κοντά στο παράθυρο και χαιρετούσε όποιον περνούσε. |
περνάω, περνώphrasal verb, transitive, inseparable (go past) (από κάτι, μπροστά από κπ/κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) It's hard to pass by a mirror without looking at your reflection. Είναι δύσκολο να περάσεις από έναν καθρέφτη χωρίς να κοιτάξεις το είδωλό σου. |
προσπερνώphrasal verb, transitive, inseparable (ignore, overlook) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The shoppers passed by the tomatoes even though they were reduced in price. Οι αγοραστές αγνόησαν τις τομάτες παρόλο που είχαν μειωμένη τιμή. |
περνάω απαρατήρητοςphrasal verb, transitive, separable (figurative (go unnoticed by) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sadly, my brilliant joke passed him by. Δυστυχώς το πανέξυπνο αστείο μου πέρασε απαρατήρητο από αυτόν. |
κληροδοτώphrasal verb, transitive, separable (often passive (property, etc.: be bequeathed) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) My mother gave me a quilt that had been passed down over many generations. |
κληροδοτώphrasal verb, transitive, separable (usually passive (genetic: be inherited) (βιολογία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The gene responsible for red hair has been passed down through Ron's family. |
περνάω σε κτphrasal verb, transitive, inseparable (become part of) After the king's death, the power passed into the hands of his son. |
γίνομαι, περνάωphrasal verb, intransitive (UK (happen) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Although the event has attracted violence in the past, the latest march passed off without incident. Παρόλο που στην εκδήλωση έχουν υπάρξει βιαιοπραγίες στο παρελθόν, η τελευταία παρέλαση έγινε χωρίς κανένα επεισόδιο. |
πλασάρω κπ/κτ ως κπ/κτphrasal verb, transitive, separable (informal (present falsely) He tried to pass himself off as an expert, but we could tell he didn't know much. Προσπάθησε να πλασάρει τον εαυτό του ως ειδικό, αλλά μπορούσα να καταλάβουμε ότι δεν ήξερε και πολλά. |
κληροδοτώphrasal verb, transitive, separable (bequeath) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The house and all its belongings were passed on to her. Το σπίτι και όλα τα υπάρχοντα κληροδοτήθηκαν σ' εκείνη. |
δίνω κτ σε κπ άλλοphrasal verb, transitive, separable (give to next person) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Take a cookie and pass them on. Πάρε ένα μπισκότα και δώστα και στους υπόλοιπους. |
απορρίπτω, αποκρούωphrasal verb, transitive, inseparable (informal (reject, not take) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I'm afraid I must pass on your kind invitation - I'm not free that evening. Φοβάμαι ότι πρέπει να απορρίψω την ευγενική σου πρόσκληση - δεν είμαι ελεύθερη εκείνο το βράδυ. |
φεύγωphrasal verb, intransitive (euphemism (die) (ευφημισμός) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Uncle James passed on a couple of years ago. His grandfather passed away after a five-year struggle with cancer. I was so sad when my cat passed away. Ο θείος Τζέιμς έφυγε πριν μερικά χρόνια. |
λιποθυμάω, λιποθυμώphrasal verb, intransitive (informal (faint, lose consciousness) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I took one look at the bloody cut on my arm and passed out. Έριξα μια ματιά στο ματωμένο κόψιμο στο χέρι μου και λιποθύμησα. |
ολοκληρώνω τη βασική εκπαίδευσηphrasal verb, intransitive (UK (soldier: complete training) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) 650 cadets from the Army Foundation College in Harrogate have passed out. 650 δόκιμοι από την στρατιωτική ακαδημία στο Χάρογκειτ ολοκλήρωσαν τη βασική τους εκπαίδευση. |
μοιράζωphrasal verb, transitive, separable (distribute, hand out) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The priest is passing out the communion wafers. Ο ιερέας μοιράζει την όστια. |
παραβλέπωphrasal verb, transitive, separable (not give consideration to) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Even though Mary had worked as a manager in that department she was passed over for promotion. Παρόλο που η Μέρι είχε δουλέψει ως μάνατζερ στο τμήμα την παρέβλεψαν για την προαγωγή. |
αντιπαρέρχομαι, παραβλέπωphrasal verb, transitive, inseparable (not discuss) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mary glibly passed over the topic Eric most wanted to discuss. Η Μαίρη παρέβλεψε με πονηριά το θέμα, το οποίο ο Έρικ ήθελε περισσότερο να συζητήσει. |
πετάω πάνω απόphrasal verb, transitive, inseparable (fly over) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) We live near the airport and hundreds of planes pass over our house every day. Μένουμε κοντά στο αεροδρόμιο και εκατοντάδες αεροπλάνα πετούν πάνω από το σπίτι μας κάθε μέρα. |
καθαρίζω, τρίβωphrasal verb, transitive, separable (rub lightly with [sth] to clean) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mark passed the cloth over his spectacles to give them a quick clean. Ο Μαρκ έτριψε με το πανί τα γυαλιά του για να τα καθαρίσει στα γρήγορα. |
αρνούμαι, χάνωphrasal verb, transitive, separable (informal (forgo, deny oneself) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Val simply couldn't pass up the opportunity to spend the summer in the South of France. Η Βαλ απλά δεν μπορούσε να χάσει την ευκαιρία να περάσει το καλοκαίρι στη Νότια Γαλλία. |
άδεια εισόδου στα παρασκήνιαnoun (permit to theatre's private area) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Ian won a backstage pass for the concert in a competition. |
κάρτα επιβίβασηςnoun (passenger ticket) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) All passengers must present their boarding passes before entering the airplane. Όλοι οι επιβάτες οφείλουν να επιδεικνύουν την κάρτα επιβίβασής τους πριν εισέλθουν στο αεροπλάνο. |
αερίζομαιverbal expression (pass gas) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
παρακάμπτωtransitive verb (go around) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The truck driver bypassed the small towns in order to arrive quicker. Ο οδηγός του φορτηγού παρέκαμψε τις μικρές πόλεις για φτάσει πιο γρήγορα. |
περιφερειακόςnoun (road around area) We took the bypass because it's quicker. Πήραμε τον περιφερειακό γιατί είναι γρηγορότερος. |
ψηλοκρεμαστή πάσαnoun (soccer move) (ποδόσφαιρο) You can use a chip pass when you want to pass the ball over the defense line with precision and accuracy. |
συμβαίνωverbal expression (literary (happen, occur) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
πάσα προς τα εμπρόςnoun (American football) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
εισιτήριο ελευθέρας εισόδουnoun (access to [sth] at no cost) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The package includes free passes to all the park attractions. |
πρόσκλησηnoun (privileged access) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) We were issued with guest passes for the VIP area. |
άδειαnoun (US (permit to leave classroom) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Don't be caught out of class without a hall pass! |
κάνω χώρο, αφήνω χώροtransitive verb (allow to pass) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Let the waiter through. Άφησε τον σερβιτόρο να περάσει. |
αφήνω κτ να περάσειverbal expression (not react to) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Jeremy let Liz's rude comment pass because he did not want to argue with her. |
την πέφτω σε κπverbal expression (slang (make a sexual advance) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) He was disciplined for sexual harassment after he made a pass at one of the secretaries. |
κάρτα εισόδου σε μουσείαnoun (entry permit to exhibition venue) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) A museum pass for an adult costs £15. |
δεν γίνομαι δεκτόςverbal expression (not be accepted) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The soldier did not pass inspection for parade duty because his uniform was dirty. |
δεν περνάω, αποτυγχάνω σε εξετάσειςverbal expression (fail: an exam or test) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I did not pass my exams, so I will have to take them again. |
περνάω νόμο, ψηφίζω νόμοverbal expression (make [sth] legal or illegal) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) In 1647 Parliament passed a law making the celebration of Christmas illegal. |
περνάω την εξέτασηverbal expression (abbr (be successful in a formal test) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Once you have passed the exam you will be awarded with a diploma. |
μοιράζω(distribute) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) They passed around sandwiches and drinks at the party. |
κυκλοφορώ(circulate) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Please sign the petition and pass it round the office. |
με περνάνε για κτ/κπ(be taken to be) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) He could easily pass for his brother, they look so much alike. |
μεταβάλλομαι από κάτι σε κάτιverbal expression (progress from [sth] to [sth]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sharon progressed from intermediate to advanced level when she was learning Spanish. |
αερίζομαι(US (emit wind) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A baby can pass gas up to 20 times a day. |
κρίνω(criticize) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We shouldn't pass judgement on him; he's doing the best that he can. |
εκφέρω άποψη, εκφράζω γνώμη(give opinion) I won't pass judgement until I've heard the whole story. |
γίνομαι αποδεκτός, γίνομαι δεκτός(figurative (be of satisfactory quality) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) The proposals are defective and will not pass muster. |
πηδάω(be unable to answer) (καθομ, μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The quiz contestant passed on two questions. Ο συμμετέχων στον παιχνίδι γνώσεων δεν απάντησε σε δύο ερωτήσεις. |
παραλείπω(US (fail to make payment) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Unfortunately, you have passed on the last five payments and are heavily in debt. Δυστυχώς δεν τακτοποίησες τις πέντε τελευταίες πληρωμές και είσαι καταχρεωμένος. |
παραδίδω τη σκυτάληverbal expression (figurative (transfer responsibility) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I've been secretary of this club for too long: it's time to pass on the torch to someone else. Έχω υπάρξει γραμματέας του συλλόγου για πάρα πολύ καιρό: είναι καιρός να παραδώσω τη σκυτάλη σε κάποιον άλλο. |
ρίχνω το φταίξιμο αλλούverbal expression (slang, figurative (put blame on [sb] else) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) He never admits to his mistakes at work but always passes the buck instead. |
βγάζω το δίσκοverbal expression (ask for contributions of money) (καθομιλουμένη, ειρωνικό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) After the buskers had stopped playing, they passed the hat round. |
είδος παιδικού παιχνιδιούnoun (UK (children's party game) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) The children were playing a game of pass the parcel. |
ρίχνω αλλού την ευθύνηverbal expression (UK, informal, figurative (pass on unwanted responsibility) (καθομιλουμένη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) None of the government departments want to deal with the problem; they just keep passing the parcel. |
διέρχομαι, περνάω(get through) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) It took us 20 minutes to pass through the Mont Blanc Tunnel. Μας πήρε είκοσι λεπτά για να περάσουμε από τη σήραγγα Μοντ Μπλαν. |
μετακύλισηnoun (cost: passed to customer) (οικονομία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
άμεσης επανεκχώρησηςnoun as adjective (relating to a pass-through) (δάνειο) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
πέρασμαnoun (US (serving hatch in a wall) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ενδιάμεσος σταθμόςnoun (a place you travel through) |
διέλευσηnoun (act of passing through a place) (από κάτι) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πέρασμα για τη μεταβίβαση κεφαλαίωνnoun (place funds flow through) (στη Βόρεια Αμερική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που μετακυλίεταιadjective (cost: passed to customer) (οικονομία, κόστος) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
περνάω την ώρα μου, περνάω τον χρόνο μουverbal expression (avoid boredom) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Carol was doing a crossword to pass the time. |
περνάω απαρατήρητος(not be seen, noted) The events passed unnoticed, until someone wrote to the local paper about them. |
ετήσιο πάσο, ετήσιο εισιτήριοnoun (ticket: unlimited entry) You can save a lot of money if you buy a season pass. |
κάρτα για σκι, εισιτήριο για σκιnoun (paper for permission to ski) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κάρτα απεριορίστων διαδρομώνnoun (US (season ticket for public transport) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) The transit pass allows you to travel on all the city's buses with a discounted fare. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pass στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του pass
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.