Τι σημαίνει το grave στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης grave στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του grave στο Αγγλικά.
Η λέξη grave στο Αγγλικά σημαίνει τάφος, σοβαρός, σοβαρός, από τη γέννηση μέχρι τον θάνατο, πεθαίνω νέος, βαρεία, υψηλός κίνδυνος, μεγάλος κίνδυνος, τεράστια αδικία, ταφόπλακα, ταφόπετρα, λεηλάτηση τάφου, θανάσιμο αμάρτημα, τυμβωρύχος, στον τάφο, στο χώμα, ομαδικός τάφος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης grave
τάφοςnoun (burial place) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The new house was across from an old cemetery full of graves. Το καινούριο σπίτι ήταν απέναντι από ένα παλιό νεκροταφείο γεμάτο τάφους. |
σοβαρόςadjective (serious) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Circumstances in the current war are very grave. Η κατάσταση στον σημερινό πόλεμο είναι πολύ σοβαρή. |
σοβαρόςadjective (dangerous) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The situation is getting very grave in this neighborhood. |
από τη γέννηση μέχρι τον θάνατοexpression (throughout the whole of one's life) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) He was sickly from the cradle to the grave, but he lived to the age of 102! |
πεθαίνω νέοςverbal expression (die young) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Callum is going to an early grave if he doesn't adopt a healthier lifestyle. |
βαρείαnoun (diacritical mark) (γραμματική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Grave accents are extremely rare in English, but quite common in French. |
υψηλός κίνδυνος, μεγάλος κίνδυνοςnoun (serious peril) |
τεράστια αδικίαnoun ([sth] extremely unfair) The team suffered a grave injustice when the referee failed to award a clear penalty. |
ταφόπλακα, ταφόπετραnoun (headstone or sign on a grave) (επίπεδο, οριζόντιο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
λεηλάτηση τάφουnoun (steal objects form grave) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) At that time, grave robbing was common because medical schools needed bodies to dissect. |
θανάσιμο αμάρτημαnoun (serious moral offence) Adultery is a grave sin. |
τυμβωρύχοςnoun (person who steals from graves) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
στον τάφο, στο χώμαexpression (dead) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) How can you laugh like that with your grandmother in the grave only two days? |
ομαδικός τάφοςnoun (burial place: many bodies) Many Holocaust victims were buried in mass graves. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του grave στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του grave
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.