Τι σημαίνει το diamond στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης diamond στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του diamond στο Αγγλικά.

Η λέξη diamond στο Αγγλικά σημαίνει διαμάντι, ρόμβος, διαμάντι, διαμαντένιος, καρό, καρό, διαμάντι, γήπεδο μπέιζμπολ, ματωμένο διαμάντι, διαμαντάκι, αδαμάντινη επέτειος, αδαμάντινη επέτειος, αδαμαντοκόπτης, αδαμαντουργός, διαμαντοτεχνίτης, λίμα, ακατέργαστο διαμάντι, επέτειος 60 ετών, αδαμαντωρυχείο, διαμαντένιο δαχτυλίδι, με σχήμα διαμαντιού, με σχήμα ρόμβου, ακατέργαστο διαμάντι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης diamond

διαμάντι

noun (crystal)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The jeweller examined the diamonds.

ρόμβος

noun (shape)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Jane drew a diamond on her piece of paper.

διαμάντι

noun (often plural (jewellery) (συχνά πληθυντικός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Alison wore her diamonds to the theatre.

διαμαντένιος

noun as adjective (set with diamonds)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The diamond necklace was valued at $5,000.

καρό

noun (card suit)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The two red suits in a deck of playing cards are hearts and diamonds.

καρό

noun (card)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Tom has three diamonds in his hand.

διαμάντι

noun (baseball field) (σε γήπεδο μπέιζμπολ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The players walked out onto the diamond.

γήπεδο μπέιζμπολ

noun (area marked out as baseball pitch)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The baseball diamond must be watered and maintained daily.

ματωμένο διαμάντι

noun (gem mined to fund war)

The civil war in Sierra Leone was funded by diamonds, which gave rise to the movie "Blood Diamond".

διαμαντάκι

noun (small diamond in jewelry) (κοσμήματα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αδαμάντινη επέτειος

noun (marriage: 60 years)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The couple are celebrating their diamond anniversary.

αδαμάντινη επέτειος

noun (celebration: 60 years) (με γενική)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The diamond anniversary of the Modern Olympic Games was held in Melbourne in 1956.

αδαμαντοκόπτης

noun (tool: cuts gemstones)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
You'll need a diamond cutter if you want to use diamonds in your jewellery.
Θα χρειαστείς έναν αδαμαντοκόπτη αν θέλεις να χρησιμοποιήσεις διαμάντια στα κοσμήματά σου.

αδαμαντουργός, διαμαντοτεχνίτης

noun (person: cuts gemstones)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

λίμα

noun (tool containing diamond powder) (εργαλείο ακονίσματος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He used a diamond file to sharpen the knife.

ακατέργαστο διαμάντι

noun (figurative ([sb] unrefined but special) (μεταφορικά)

George is a rough diamond from a working-class background who has made it to the top of his profession.

επέτειος 60 ετών

noun (60th anniversary celebration)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The Queen's diamond jubilee was a time of great celebration.

αδαμαντωρυχείο

noun (where diamonds come from)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There are a lot of diamond mines in South Africa.
Υπάρχουν πολλά αδαμαντωρυχεία στη Νότια Αφρική.

διαμαντένιο δαχτυλίδι

noun (jewelry: band inset with a diamond)

Emma was wearing a diamond ring on her finger.

με σχήμα διαμαντιού, με σχήμα ρόμβου

adjective (rhombus: no right angles)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ακατέργαστο διαμάντι

noun (gemstone: uncut diamond)

Rough diamonds are very expensive in America.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του diamond στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του diamond

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.