Τι σημαίνει το rock στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης rock στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του rock στο Αγγλικά.

Η λέξη rock στο Αγγλικά σημαίνει πέτρα, βράχος, βράχος, ροκ, τραντάζω, τραντάζω, ταρακουνάω, λικνίζομαι, λικνίζω, στήριγμα, καραμέλα, κοτρόνα, κρακ, κούνημα, λίκνισμα, τραντάζομαι, ταρακουνιέμαι, ροκάρω, τα σπάω, δεν υπάρχω, χορεύω, αναστατώνω, ξεσηκώνω, τα σπάω με κτ, ροκάρω, εναλλακτική ροκ, μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης, μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης, πέτρα για κέρλινγκ, μην ταράζεις τα νερά, γεωλογικός σχηματισμός με πτυχές, κάνω αναρρίχηση, χαρντ ροκ, φτάνω στον πάτο, μητρικό πέτρωμα, πανκ ροκ, ροκ εν ρολ, rock and roll, ροκ εν ρολ, rock and roll, ροκ συγκρότημα, πιάνω πάτο, καραμέλα ή γλειφιτζούρι από μεγάλους κρυστάλλους ζάχαρης, καραμέλα ή γλειφιτζούρι από μεγάλους κρυστάλλους ζάχαρης, αναρριχητής, ορειβασία, χαλαζίας, κάθετη επιφάνεια βράχου, ροκ φεστιβάλ, κήπος με βράχους, πολύ σκληρός, μουσική ροκ, και γαμώ, φυσική πισίνα, λατομείο, σκυλόψαρο, ορυκτό αλάτι, είδος σκορπιού της νότιας Αφρικής, πετρογαρίδα, τραγουδιστής ροκ, κατολίσθηση βράχων, νανουρίζω, πέτρινος τοίχος, λιθοβάμβακας, πολύ χαμηλές τιμές, εξαιρετικά χαμηλές τιμές, πέτρα, ψαλίδι, χαρτί, προσχωσιγενές πέτρωμα, απαλό ροκ, σακχαρώδης σφένδαμος, ηφαιστειογενές πέτρωμα, Είσαι μπόμπα!, Σκίζεις!. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης rock

πέτρα

noun (individual stone)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A demonstrator threw a rock.
Ένας διαδηλωτής πέταξε μια πέτρα.

βράχος

noun (stone mass)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
A giant rock sits on the hill.
Στον λόφο υπάρχει έναν γιγάντιος βράχος.

βράχος

noun (uncountable (hard substance: mineral)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
We must dig through solid rock.
Πρέπει να σκάψουμε σε συμπαγή βράχο.

ροκ

noun (pop music: rock and roll) (μουσική)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Elvis played rock.
Ο Έλβις έπαιζε ροκ.

τραντάζω

transitive verb (shake violently)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The explosion rocked the building.
Η έκρηξη τράνταξε (or: ταρακούνησε) το κτίριο.

τραντάζω, ταρακουνάω

transitive verb (make unstable)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The rowers' movement rocked the boat.
Οι κινήσεις των κωπηλατών ταρακούνησαν (or: τράνταξαν) τη βάρκα.

λικνίζομαι

intransitive verb (move back and forth)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The chair began to rock.
Η καρέκλα άρχισε να λικνίζεται.

λικνίζω

transitive verb (baby: move side to side)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The mother sang her baby a lullaby as she rocked him in her arms.
Η μητέρα τραγουδούσε ένα νανούρισμα στο μωρό, καθώς το λίκνιζε στην αγκαλιά της.

στήριγμα

noun (figurative (point of stability) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My brother is my rock.

καραμέλα

noun (UK, uncountable (long stick of hard candy)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She brought back sticks of rock from her holiday at the seaside.

κοτρόνα

noun (slang (diamond) (αργκό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
That's quite a rock you're wearing.

κρακ

noun (slang (cocaine) (ναρκωτικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The junkies are smoking rock.

κούνημα, λίκνισμα

noun (rocking)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The rock of the ship was hypnotic.

τραντάζομαι, ταρακουνιέμαι

intransitive verb (shake violently)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The entire plane rocked.

ροκάρω

intransitive verb (play rock music) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
That new band likes to rock.

τα σπάω, δεν υπάρχω

intransitive verb (slang (be exciting) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
This roller coaster rocks!

χορεύω

intransitive verb (dance to rock music)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The band is playing. Let's rock!

αναστατώνω, ξεσηκώνω

transitive verb (disturb, upset)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The crisis rocked them from their routine.

τα σπάω με κτ

transitive verb (slang (clothing, look: wear with style) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She's rocking the goth look today.

ροκάρω

phrasal verb, intransitive (slang (listen to pop music) (αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mary was wearing headphones and rocking out.

εναλλακτική ροκ

noun (genre of rock music)

The radio station plays a lot of alternative rock.

μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης

expression (facing two bad choices)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης

expression (figurative (facing a dilemma)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πέτρα για κέρλινγκ

noun (sport: heavy stone used in curling)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Curling rocks are made of granite.

μην ταράζεις τα νερά

interjection (figurative (do not cause trouble) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The arrangements are already made, so don't rock the boat.
Τα πράγματα έχουν κανονιστεί επομένως μην ταράζεις τα νερά.

γεωλογικός σχηματισμός με πτυχές

noun (rock formation created by pressure)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You can clearly see the layers of folded rock in the side of the cliff.

κάνω αναρρίχηση

verbal expression (scale mountains)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Wendy went rock climbing in Snowdonia.

χαρντ ροκ

noun (heavy form of popular music)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I prefer easy listening and jazz to hard rock.

φτάνω στον πάτο

verbal expression (figurative, informal (reach lowest, worst level) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mike hit rock bottom when he failed all his exams.

μητρικό πέτρωμα

noun (geology: bedrock) (μεταφορικά: γεωλογία)

Marble is formed from the parent rock of limestone.

πανκ ροκ

noun (uncountable (anarchist music style)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Punk rock was popular in the late 1970s.

ροκ εν ρολ, rock and roll

noun (style of 1950s pop music)

(ουσιαστικό θηλυκό/ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού ή ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. η/το ντο (νότα), η/το ροκ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Rock and roll was considered scandalous in the early 1950s. Elvis Presley was perhaps the most famous rock 'n' roll performer ever.

ροκ εν ρολ, rock and roll

noun (modern rock music)

(ουσιαστικό θηλυκό/ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού ή ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. η/το ντο (νότα), η/το ροκ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
I don't care for hip-hop or rap - I prefer rock and roll.

ροκ συγκρότημα

noun (heavy pop music group)

Geoff plays drums in a rock band.

πιάνω πάτο

noun (figurative (lowest point) (καθομιλουμένη)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Dave was at rock bottom when his girlfriend left him.
Ο Ντέιβ έπιασε πάτο όταν τον παράτησε η κοπέλα του.

καραμέλα ή γλειφιτζούρι από μεγάλους κρυστάλλους ζάχαρης

noun (US (confectionery in hard stick form)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Rock candy is very bad for the teeth.

καραμέλα ή γλειφιτζούρι από μεγάλους κρυστάλλους ζάχαρης

noun (US, uncountable (sweet consisting of giant sugar crystals)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
When I was a kid we had a kit for growing rock candy from a sugar solution.

αναρριχητής

noun ([sb] who scales mountains)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
My friend the rock climber intends to scale Mount Everest this year.

ορειβασία

noun (mountaineering)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Equipment for rock climbing is expensive at the professional level.
Ο εξοπλισμός για ορειβασία σε επαγγελματικό επίπεδο είναι ακριβός.

χαλαζίας

noun (mineral: clear quartz)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Rock crystal is mined in the Ural mountains.

κάθετη επιφάνεια βράχου

noun (rock: exposed vertical surface)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ροκ φεστιβάλ

noun (live rock-music event)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Most rock festivals last at least two days.

κήπος με βράχους

noun (rockery)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
These plants are suitable for rock gardens.

πολύ σκληρός

adjective (very hard)

μουσική ροκ

noun (heavy form of pop music)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Alex was listening to rock music in his bedroom.

και γαμώ

interjection (slang (expressing approval) (αργκό)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
“I'm going to get a new tattoo!” she exclaimed. "Rock on!" I replied.

φυσική πισίνα

noun (small body of seawater among rocks) (τη σχηματίζουν βράχια)

My daughter was fascinated by the starfish in the rock pool.

λατομείο

noun (open pit)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The rock quarry is located in Eno State Park.

σκυλόψαρο

noun (fish used for food)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ορυκτό αλάτι

noun (sodium chloride occurring in rocks)

Rock salt is mined at Carrickfergus in Northern Ireland.

είδος σκορπιού της νότιας Αφρικής

noun (arachnid that stings)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The rock scorpion is the longest scorpion in the world.

πετρογαρίδα

noun (freshwater crustacean) (είδος γαρίδας)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The taste of rock shrimp is closer to lobster than shrimp.

τραγουδιστής ροκ

noun ([sb] who sings rock music)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
When I was a kid my favorite rock singer was Robert Plant.

κατολίσθηση βράχων

noun (landslide on a rocky slope)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Last night's rock slide completely flattened three houses.

νανουρίζω

verbal expression (swing gently until asleep)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The father gently rocked his baby son to sleep.

πέτρινος τοίχος

(wall of stones)

λιθοβάμβακας

noun (insulating material)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πολύ χαμηλές τιμές, εξαιρετικά χαμηλές τιμές

plural noun (informal (extremely low costs)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I don't know how they make any money with such rock-bottom prices.

πέτρα, ψαλίδι, χαρτί

noun (game) (παιχνίδι)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

προσχωσιγενές πέτρωμα

noun (rock formed from compacted minerals)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Limestone is a sedimentary rock, mostly formed from the shells of marine animals.

απαλό ροκ

noun (music genre) (μουσική)

σακχαρώδης σφένδαμος

noun (tree with sweet sap)

ηφαιστειογενές πέτρωμα

noun (rock solidified on Earth's surface)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Pumice stone is a type of volcanic rock.

Είσαι μπόμπα!

interjection (slang (you are great) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Your painting is amazing—you rock!

Σκίζεις!

interjection (slang (thank you) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You made lunch for me? You rock!

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του rock στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του rock

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.