Τι σημαίνει το ring στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης ring στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ring στο Αγγλικά.

Η λέξη ring στο Αγγλικά σημαίνει δαχτυλίδι, κρίκος, κουδούνισμα, δακτύλιος, τηλεφωνώ, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, χτυπώ, κουδουνίζω, κύκλος, σπείρα, συμμορία, ρινγκ, σκηνή, δακτύλιος, μάτι, δακτύλιος, χτύπημα, τηλεφώνημα, χτύπημα, κουδούνισμα, κρίκος, κρίκοι, καλώ χτυπώντας το κουδούνι, βουίζω, ακούγομαι, αντηχώ, αντιλαλώ, βάζω κρίκο σε κτ, περνάω κρίκο σε κτ, τοποθετώ δακτύλιο σε κτ, κυκλώνω, περικυκλώνω, κόβω σε ροδέλες, περικυκλώνω, τηλεφωνώ, το κλείνω, παίρνω, καλώ, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάει καμπανάκι, στεφάνι, δαχτυλίδι πτηνών, ρινγκ, επιτυχία, ευκαιρία, αρένα ταυρομαχιών, λέω στην δουλειά πως είμαι άρρωστος, αναμνηστικό δαχτυλίδι αποφοίτησης, διαμαντένιο δαχτυλίδι, σπείρα ναρκωτικών, σκουλαρίκι, δαχτυλίδι αρραβώνων, μάτι, μάτι, μπρελόκ, μπρελόκ κλειδιών, αρχαίο κλειδί που χρησιμοποιούνταν ως δαχτυλίδι, σωσίβιο, δαχτυλίδι διάθεσης, κρίκος πετσέτας φαγητού, σκουλαρίκι για τη μύτη, δακτύλιος κυκλικής διατομής, δακτύλιος εμβόλου, κάτι μου θυμίζει, αυτός που κρατάει το δαχτυλίδι σε γάμο, ντοσιέ, παράμεσος, τηλεφωνώ στη δουλειά για να ζητήσω άδεια ασθενείας, τηλεφωνώ στη δουλειά για να ζητήσω άδεια ασθενείας, γιορτάζω την Πρωτοχρονιά, περιφερειακός, κλειδί περικοχλίου, χτυπώ το κουδούνι, κάνω μια αλλαγή, ακούγομαι πειστικός, ακούγομαι αληθινός, γύρω γύρω όλοι, ορίζω συγκεκριμένη χρήση, ορίζω συγκεκριμένο σκοπό, υποχρεώνω κπ να χρησιμοποιήσει κτ για συγκεκριμένο σκοπό, δαχτυλίδι με σφραγιδόλιθο, δαχτυλίδι με σφραγίδα, δακτύλιος ολίσθησης, δακτύλιος συγκράτησης, δακτυλιοειδής, μασητικός κρίκος, τσίρκο, χάος, τσίρκο, βέρα, ρινγκ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης ring

δαχτυλίδι

noun (jewellery worn on finger)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Yvonne made a beautiful silver ring. The couple exchanged rings.

κρίκος

noun (circular band)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
There was a ring of metal around the bird's leg.
Υπήρχε ένας μεταλλικός κρίκος γύρω από το πόδι του πουλιού.

κουδούνισμα

noun (sound of a bell)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The ring of the bell woke me up.
Το χτύπημα του κουδουνιού με ξύπνησε.

δακτύλιος

noun (circular shape)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
A ring of vines encircled the tree. A ring of coffee stained the tablecloth.
Πάνω στο τραπεζομάντιλο υπήρχε ένας κυκλικός λεκές από καφέ.

τηλεφωνώ

transitive verb (UK (phone)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Edward rang all of his friends.
Ο Έντουαρντ πήρε τηλέφωνο όλους τους φίλους του.

χτυπάω, χτυπώ

transitive verb (sound: a bell)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The monk rang the bell.
Ο μοναχός χτύπησε την καμπάνα.

χτυπάω, χτυπώ

intransitive verb (telephone: sound)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The phone rang twice.
Το τηλέφωνο κουδούνισε (or: χτύπησε) δύο φορές.

κουδουνίζω

intransitive verb (sound like a bell) (κάνω ήχο σαν κουδουνιού)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
When hit with a spoon, the brass candlestick will ring.
Αν το χτυπήσεις με ένα κουτάλι, το μπρούτζινο κηροπήγιο θα κουδουνίσει.

κύκλος

noun (circle: people, objects, etc.)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The dancers formed a ring.

σπείρα, συμμορία

noun (network of people, cartel)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The police broke up a drug ring.

ρινγκ

noun (boxing)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The boxer stepped into the ring.

σκηνή

noun (arena for circus, etc.)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This circus has three rings.

δακτύλιος

noun (tree: growth circle)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Old trees have many rings.

μάτι

noun (cooking hob) (μεταφορικά: κουζίνας)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Place the saucepan on the ring and heat gently for five minutes.

δακτύλιος

noun (matter: orbits a planet)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Saturn has the most rings.

χτύπημα

noun (act of ringing) (κουδούνι, πόρτα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The class starts at the ring of the bell.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Δεν ακούς το κουδούνισμα; Πήγαινε να ανοίξεις την πόρτα.

τηλεφώνημα

noun (telephone call)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Just a quick ring to let you know I got home safely.

χτύπημα, κουδούνισμα

noun (tone, note)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The telephone's ring is loud.

κρίκος

plural noun (gymnastic apparatus)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The gymnast held onto the rings.

κρίκοι

plural noun (gymnastic event)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Kurt is the best at the rings.
Ο Κερτ είναι ο καλύτερος στους κρίκους.

καλώ χτυπώντας το κουδούνι

intransitive verb (summon by ringing a bell)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The queen rang for her servant.
Η βασίλισσα χτύπησε το κουδούνι και κάλεσε τον υπηρέτη της.

βουίζω

intransitive verb (ears)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
My ears are ringing.

ακούγομαι

intransitive verb (figurative (sound a particular way)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
His words rang true.

αντηχώ, αντιλαλώ

(be filled with sound)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The church rang with the sound of music.

βάζω κρίκο σε κτ, περνάω κρίκο σε κτ

transitive verb (fit a ring to: nose of livestock) (στα ζώα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The farmer ringed his cattle so that they could be led.

τοποθετώ δακτύλιο σε κτ

transitive verb (fit a tag to: a bird) (για παρακολούθηση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The birds were ringed so that they could be identified later.
Τοποθέτησαν δακτυλίους στα πόδια των πουλιών για να μπορούν να αναγνωριστούν στο μέλλον.

κυκλώνω

transitive verb (draw a circle around)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ring the answer that you think is correct.

περικυκλώνω

transitive verb (surround)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The police ringed the gang.

κόβω σε ροδέλες

transitive verb (US (cut into rings)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ring the onion and add to the salad.

περικυκλώνω

(encircle with [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She ringed the door handle with some Christmas tinsel.
Τύλιξε το χερούλι της πόρτας με χριστουγεννιάτικες γιρλάντες.

τηλεφωνώ

phrasal verb, intransitive (phone)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Radio listeners are encouraged to call in to make comments.
Οι ακροατές του ραδιοφώνου παροτρύνονται να τηλεφωνήσουν για να κάνουν σχόλια.

το κλείνω

phrasal verb, intransitive (telephone: hang up)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
If you receive an unwelcome phone call, it's best to simply ring off.

παίρνω, καλώ

phrasal verb, transitive, separable (informal (call on the telephone)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Please ring up Patty tonight, and invite her to our party.
Πάρε σε παρακαλώ απόψε τηλέφωνο την Πάτι και κάλεσέ την στο πάρτι μας.

χτυπάω, χτυπώ

phrasal verb, transitive, separable (US, informal (enter price on cash register) (στην ταμειακή μηχανή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Although it was clearly marked $9.95, the clerk mistakenly rang up $19.95.
Παρόλο που η τιμή ήταν ξεκάθαρα 9.95 δολάρια ο ταμίας χτύπησε κατά λάθος 19.95.

χτυπάει καμπανάκι

expression (figurative, informal (you have misgivings about [sth]) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στεφάνι

noun (hoop of a basketball net) (μπάσκετ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δαχτυλίδι πτηνών

noun (band or tag attached to bird's leg)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A bird ring is used as an identification device in the annual bird census.

ρινγκ

noun (sport: fighting arena)

The two men faced off in the boxing ring, gloves held up and at the ready.

επιτυχία

noun (figurative (wealth, success)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ευκαιρία

noun (figurative (opportunity for wealth and success)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αρένα ταυρομαχιών

noun (bullfighting arena)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Most large towns in Spain have bull rings.

λέω στην δουλειά πως είμαι άρρωστος

verbal expression (notify boss you will be off sick)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αναμνηστικό δαχτυλίδι αποφοίτησης

noun (US (graduation memento)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
In those days, you wore your boyfriend's class ring on a chain so everybody would know you were going steady.

διαμαντένιο δαχτυλίδι

noun (jewelry: band inset with a diamond)

Emma was wearing a diamond ring on her finger.

σπείρα ναρκωτικών

noun (law: illegal trade group)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σκουλαρίκι

noun (often plural (jewellery worn in ear)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Elizabeth was searching the floor for her lost earring.
Η Ελίζαμπεθ έψαχνε το χαμένο της σκουλαρίκι στο πάτωμα.

δαχτυλίδι αρραβώνων

noun (ring worn by bride-to-be)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Her engagement ring has the biggest diamond I've ever seen.

μάτι

noun (metal burner on gas stove) (σε κουζίνα αερίου)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μάτι

noun (hob on a cooker) (κουζίνα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Be careful of the hotplate; I think it's still hot.

μπρελόκ

noun (metal loop for holding keys)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The keys on the guard's key ring jangled as he walked.

μπρελόκ κλειδιών

noun (computing: file of encryption keys) (πληροφορική, κρυπτογράφηση δεδομένων)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αρχαίο κλειδί που χρησιμοποιούνταν ως δαχτυλίδι

noun (ancient key worn as a ring)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

σωσίβιο

noun (flotation device)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δαχτυλίδι διάθεσης

noun (finger jewellery that changes colour) (αλλάζει χρώμα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I gave a mood ring to my girlfriend.

κρίκος πετσέτας φαγητού

noun (band placed around a rolled serviette)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Jessie bought six napkin rings shaped like sleeping tigers from the gift shop at the zoo.

σκουλαρίκι για τη μύτη

noun (pierced jewellery worn in the nose)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You will have to remove your nose ring if you want this job.

δακτύλιος κυκλικής διατομής

noun (thin ring-shaped seal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The Challenger shuttle disaster was found to be due to failure of the O-ring in the booster rocket.

δακτύλιος εμβόλου

(metallic ring)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

κάτι μου θυμίζει

verbal expression (figurative, informal (sound familiar) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'm not sure if I know him or not - the name certainly rings a bell.

αυτός που κρατάει το δαχτυλίδι σε γάμο

noun (wedding attendant who carries ring)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Carla's nephew will be the ring bearer at her wedding.

ντοσιέ

noun (document folder with metal rings)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

παράμεσος

noun (third finger from the thumb)

He looked at her ring finger and was pleased to see that she probably wasn't married.
Κοίταξε το δάχτυλό (or: χέρι) της και χάρηκε όταν είδε ότι μάλλον δεν ήταν παντρεμένη.

τηλεφωνώ στη δουλειά για να ζητήσω άδεια ασθενείας

verbal expression (phone work when unwell)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τηλεφωνώ στη δουλειά για να ζητήσω άδεια ασθενείας

verbal expression (phone work pretending to be unwell)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γιορτάζω την Πρωτοχρονιά

verbal expression (celebrate 1st of January)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

περιφερειακός

noun (UK (motorway around a city)

We used the ring road to avoid the traffic in the city centre.

κλειδί περικοχλίου

noun (tool for turning screws)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

χτυπώ το κουδούνι

verbal expression (sound the doorbell)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When you ring the bell someone comes to open the door.

κάνω μια αλλαγή

verbal expression (figurative (do [sth] in a new or different way)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ακούγομαι πειστικός, ακούγομαι αληθινός

verbal expression (informal, figurative (sound or seem genuine)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Her explanation rings true, however strange it may seem.

γύρω γύρω όλοι

noun (nursery rhyme) (παιδικό τραγούδι)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ορίζω συγκεκριμένη χρήση, ορίζω συγκεκριμένο σκοπό

transitive verb (assign to [sth]) (χρηματικά ποσά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υποχρεώνω κπ να χρησιμοποιήσει κτ για συγκεκριμένο σκοπό

transitive verb (oblige to use for [sth]) (χρηματικά ποσά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δαχτυλίδι με σφραγιδόλιθο

(ring with seal)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

δαχτυλίδι με σφραγίδα

noun (ring with a name or stamp)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A signet ring inscribed "E.A." was the only clue to his identity.

δακτύλιος ολίσθησης

(electricity)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

δακτύλιος συγκράτησης

noun (circular fastening or clip)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

δακτυλιοειδής

noun as adjective (fastening: circular clip)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μασητικός κρίκος

noun (toy chewed by a baby cutting teeth)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

τσίρκο

noun (US (circus with three performance areas)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Barnum & Bailey presents a three-ring circus every spring in New York City.

χάος, τσίρκο

noun (US, figurative (chaotic scene) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
With all the children yelling and dogs barking, the party became a three-ring circus.

βέρα

noun (gold band worn by [sb] married)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My wedding ring doesn't fit me any more. Since he doesn't wear a wedding ring, I assume he's single.
Η βέρα μου δε μου κάνει πια. Αφού δε φοράει βέρα, υποθέτω ότι είναι ελεύθερος.

ρινγκ

noun (enclosure or arena used by wrestlers)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ring στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του ring

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.