Τι σημαίνει το dismissal στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης dismissal στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dismissal στο Αγγλικά.

Η λέξη dismissal στο Αγγλικά σημαίνει άδεια να φύγω, άδεια να αποχωρήσω, απόλυση, απόρριψη, απόρριψη, παραίτηση κατ' εξαναγκασμό, καταχρηστική απόλυση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης dismissal

άδεια να φύγω, άδεια να αποχωρήσω

noun (person: sending away, release)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The maid stood waiting for Lady Fairfax to finish giving her instructions and grant her dismissal.
Η υπηρέτρια στέκονταν περιμένοντας τη Lady Fairfax να ολοκληρώσει τις οδηγίες και να της δώσει την άδεια να αποχωρήσει.

απόλυση

noun (person: firing from job)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
After his dismissal for stealing from his employer, James found it very hard to get another job.
Μετά την απόλυσή του επειδή έκλεβε τον εργοδότη του, ήταν πολύ δύσκολο για τον Τζέιμς να βρει άλλη δουλειά.

απόρριψη

noun (rejection)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Lydia was annoyed by the boss's immediate dismissal of all her suggestions.
Η Λύντια ενοχλήθηκε από την άμεση απόρριψη όλων των προτάσεών της από το αφεντικό της.

απόρριψη

noun (law: case)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The court's dismissal of the case brings the matter to a close.
Η απόρριψη της υπόθεσης απ' το δικαστήριο είχε ως αποτέλεσμα να κλείσει το θέμα.

παραίτηση κατ' εξαναγκασμό

noun (UK (resignation from a job) (επίσ: εργασιακές σχέσεις)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

καταχρηστική απόλυση

noun (wrongful firing from a job)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My brother's claim for unfair dismissal was upheld by the tribunal.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dismissal στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.