Τι σημαίνει το discharge στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης discharge στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του discharge στο Αγγλικά.
Η λέξη discharge στο Αγγλικά σημαίνει έκκριση, εκπυρσοκρότηση, απόλυση, απόλυση, απέκκριση, εκκένωση, αδειάζω, δίνω εξιτήριο από το νοσοκομείο, απολύω, απολύω, αποφυλακίζω, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, εκτελώ, απεκκρίνω, απολύω, αποφυλακίζω, απαλλάσσω από τα καθήκοντά του, ξεφορτώνω, απαλλάσσομαι, ηλεκτρική εκκένωση, τιμητική αποστρατεία, ρινική έκκριση, λιμάνι εκφόρτωσης, αυθόρμητη αποφόρτιση, κολπική έκκριση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης discharge
έκκρισηnoun (bodily emission) (ιατρική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) There was a lot of discharge from the wound. |
εκπυρσοκρότησηnoun (firing of a gun) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Senior officers are investigating the discharge of the police officer's weapon. |
απόλυσηnoun (release from military service) (για φαντάρο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The soldier's discharge came from her commanding officer. |
απόλυσηnoun (termination of employment) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Robert found it difficult explaining the reasons for his discharge to potential new employers. Ο Ρόμπερτ το έβρισκε δύσκολο να εξηγεί τους λόγους της απόλυσής του σε πιθανούς νέους εργοδότες. |
απέκκρισηnoun ([sth] being released) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Campaigners are protesting against the discharge that is flowing into the river. |
εκκένωσηnoun (release of electricity) (για ηλεκτρισμό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The discharge from the electrical cable gave Bill a shock. |
αδειάζωtransitive verb (fire: a gun) (μεταφορικά: όπλο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The soldier discharged his weapon. Ο στρατιώτης άδειασε το όπλο του. |
δίνω εξιτήριο από το νοσοκομείοtransitive verb (often passive (release from hospital) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The doctor discharged the patient as soon as she was well enough to go home. |
απολύωtransitive verb (release from military service) (στρατιωτικός όρος) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The commanding officer discharged the soldier. |
απολύωtransitive verb (fire from a job) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The director discharged her assistant when she caught him stealing the petty cash. |
αποφυλακίζωtransitive verb (release from prison) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The authorities discharged the prisoner. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>transitive verb (release: electricity) The battery discharged electricity. |
εκτελώtransitive verb (carry out: duties) (για καθήκοντα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Julian is a good employee who has always discharged his duties to a very high standard. |
απεκκρίνωtransitive verb (pour out) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The tanker was discharging thousands of gallons of oil into the sea. |
απολύω(release from military service) (στρατιωτικός όρος) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The commanding officer discharged the soldier from military service. |
αποφυλακίζω(release from prison) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The parole board discharged the man from prison. |
απαλλάσσω από τα καθήκοντά τουtransitive verb (dismiss: a juror) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The judge discharged one of the jury members because he knew the defendant. |
ξεφορτώνωtransitive verb (unload) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The workers on the dock were discharging the ship. |
απαλλάσσομαιtransitive verb (pay off: a debt) With this final payment, Linda has discharged her debt. |
ηλεκτρική εκκένωσηnoun (electricity emitted) |
τιμητική αποστρατείαnoun (release from the military) |
ρινική έκκρισηnoun (mucus) (συνήθως πληθυντικός) One of the symptoms of the common cold is continuous nasal discharge. |
λιμάνι εκφόρτωσηςnoun (place where goods are offloaded) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
αυθόρμητη αποφόρτισηnoun (gradual decrease in battery charge) (ηλεκτρολογία) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κολπική έκκρισηnoun (emission from the female genitalia) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του discharge στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του discharge
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.