Τι σημαίνει το disorder στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης disorder στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του disorder στο Αγγλικά.

Η λέξη disorder στο Αγγλικά σημαίνει ακαταστασία, αταξία, αναταραχή, διαταραχή, ανακατεύω, ανακατώνω, διατάραξη, διαταράσσω, διαταράζω, διαταραχή χρήσης αλκοόλ, αντικοινωνική διαταραχή προσωπικότητας, αγχώδης διαταραχή, ΔΑΦ, διαταραχή ελλειμματικής προσοχής - υπερκινητικότητας, διαταραχή φάσματος αυτισμού, μανιοκατάθλιψη, κοινωνική αναταραχή, καταθλιπτική διαταραχή, μονοπολική διαταραχή, διατροφική διαταραχή, συναισθηματική διαταραχή, γενετική διαταραχή, ακατάστατος,άτακτος, διανοητική διαταραχή, διαταραχή της διάθεσης, διχασμένη προσωπικότητα, ναρκισσιστική διαταραχή προσωπικότητας, νευρική διαταραχή, ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, διαταραχή πανικού, διαταραχή προσωπικότητας, αιμοπεταλιακή διαταραχή, διαταραχή των αιμοπεταλίων, διαταραχή μετατραυματικής καταπόνησης, διαταραχή μετατραυματικού στρες, επιληψία, διαταραχή κατάχρησης ουσιών, τραυματική διαταραχή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης disorder

ακαταστασία, αταξία

noun (mess)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Have you seen the disorder Peter's desk is in? It's a wonder he ever finds anything!
Έχεις δει σε τι ακαταστασία βρίσκεται το γραφείο του Πήτερ; Είναι απορίας άξιο πώς βρίσκει τίποτα!

αναταραχή

noun (disturbance)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Police were called to deal with the disorder.
Κάλεσαν την αστυνομία για την αντιμετώπιση της αναταραχής.

διαταραχή

noun (medical)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The tests confirmed what type of disorder the patient was suffering from.
Οι εξετάσεις επιβεβαίωσαν τον τύπο της διαταραχής απ' τον οποίο έπασχε ο ασθενής.

ανακατεύω, ανακατώνω

transitive verb (mess up)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Karen saw that the cleaner had disordered the papers on her desk again.
Η Κάρεν διαπίστωσε ότι η καθαρίστρια είχε ανακατέψει πάλι τα χαρτιά στο γραφείο της.

διατάραξη

noun (irregularity)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It seemed there had been some disorder in the legal proceedings.

διαταράσσω, διαταράζω

transitive verb (cause problems with function)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The shock disordered Paul's mind.

διαταραχή χρήσης αλκοόλ

noun (alcoholism)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αντικοινωνική διαταραχή προσωπικότητας

noun (psychiatric condition) (ψυχιατρική)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
She suffers from Antisocial Personality Disorder.

αγχώδης διαταραχή

noun (panic, phobic condition) (ψυχιατρική)

ΔΑΦ

noun (initialism (autism spectrum disorder) (σντμ: διαταραχή φάσματος αυτισμού)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

διαταραχή ελλειμματικής προσοχής - υπερκινητικότητας

noun (medical condition)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Children with attention deficit disorder have trouble concentrating.

διαταραχή φάσματος αυτισμού

noun (neurodivergent condition)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μανιοκατάθλιψη

noun (manic depression)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κοινωνική αναταραχή

noun (public unrest)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There was civil disorder outside the stadium after the soccer game.

καταθλιπτική διαταραχή, μονοπολική διαταραχή

noun (mental illness affecting the mood)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

διατροφική διαταραχή

noun (psychological problem with food)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Anorexia is a well-known eating disorder.

συναισθηματική διαταραχή

noun (psychological problem)

Dr. Fredericks had never encountered a similar emotional disorder before.

γενετική διαταραχή

noun (disease caused by abnormal DNA)

Mary receives special education because of her genetic disorder.

ακατάστατος,άτακτος

adjective (untidy, messy)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
They let five goals in because their defence was in disorder.

διανοητική διαταραχή

noun (psychiatric condition)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mental disorders such as schizophrenia can often be effectively managed with drugs.

διαταραχή της διάθεσης

noun (psychological problem)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
When she took her meds, you wouldn't have known she had a mood disorder.

διχασμένη προσωπικότητα

noun (psychiatry: split personality) (ψυχιατρική διαταραχή)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A person with multiple personality disorder can often name their various personalities.

ναρκισσιστική διαταραχή προσωπικότητας

noun (mental illness: vanity, megalomania) (ψυχιατρική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

νευρική διαταραχή

noun (mental illness: anxiety)

He suffers from a nervous disorder that prevents him from going out much.

ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή

noun (condition: anxiety)

ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή

noun (initialism (obsessive-compulsive disorder)

διαταραχή πανικού

noun (tendency to anxiety attacks) (ψυχική υγεία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διαταραχή προσωπικότητας

noun (psychology: identity problem)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Linda's personality disorder often makes her think people are threatening her when they actually are not.

αιμοπεταλιακή διαταραχή, διαταραχή των αιμοπεταλίων

noun (type of blood disease)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

διαταραχή μετατραυματικής καταπόνησης, διαταραχή μετατραυματικού στρες

noun (psychological effects of a trauma)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Many veterans of the Vietnam War still suffer from post-traumatic stress disorder, PTSD.

επιληψία

noun (neurological condition causing fits)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

διαταραχή κατάχρησης ουσιών

noun (drug addiction)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τραυματική διαταραχή

(psychological problem: anxiety or stress)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του disorder στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του disorder

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.