Τι σημαίνει το distinct στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης distinct στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του distinct στο Αγγλικά.

Η λέξη distinct στο Αγγλικά σημαίνει ιδιαίτερος, ξεχωριστός, διαφορετικός από κτ, ευδιάκριτος, διακριτός, ευδιάκριτος, διακριτός, ξεχωρίζω κτ από κτ, διαχωρίζω κτ από κτ, ξεχωρίζω κτ από κτ, διαχωρίζω κτ από κτ, σε αντιδιαστολή με. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης distinct

ιδιαίτερος, ξεχωριστός

adjective (different)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jeremy heard the blackbird's distinct call.
Ο Τζέρεμυ άκουσε το ιδιαίτερο κελάηδημα του κότσυφα.

διαφορετικός από κτ

(different from)

If you look closely, you can see that this plant is distinct from that one.
Αν κοιτάξεις προσεκτικά, θα δεις ότι αυτό το φυτό διαφέρει από το άλλο.

ευδιάκριτος, διακριτός

adjective (clear to see, hear, etc.)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Eugene could make out the distinct shape of a molehill on the lawn.

ευδιάκριτος, διακριτός

adjective (clear, definite)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
There was a distinct lack of enthusiasm among the students when the teacher suggested they do extra homework.
Υπήρξε σαφής έλλειψη ενθουσιασμού μεταξύ των μαθητών όταν ο δάσκαλος πρότεινε να αναλάβουν επιπλέον εργασία για το σπίτι.

ξεχωρίζω κτ από κτ, διαχωρίζω κτ από κτ

adjective (separate)

Agatha likes to keep her work and her home life distinct.

ξεχωρίζω κτ από κτ, διαχωρίζω κτ από κτ

(separate from [sth])

Agatha likes to keep her work distinct from her home life.

σε αντιδιαστολή με

expression (unlike, not)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του distinct στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του distinct

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.