Τι σημαίνει το marked στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης marked στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του marked στο Αγγλικά.

Η λέξη marked στο Αγγλικά σημαίνει σημειωμένος, επισημασμένος, φθαρμένος, σημαδεμένος, καταδικασμένος, που έχει έκπτωση, με έχει σημαδέψει, με έχει στιγματίσει, αξιοσημείωτος, σημάδι, σημάδι, σημείο, βαθμός, σημειώνω, σημαδεύω, βαθμολογώ, σταυρός, σήμα, ένδειξη, σημάδι, σημείο, ορόσημο, στόχος, στόχος, σημείο σήμανσης, ρεκόρ, ρεκόρ, σήμα, ένδειξη, χαρακτηρίζω, σημαδεύω, σημειώνω, επισημαίνω, προσέχω, παρατηρώ, σηματοδοτώ, φλερτάρω, με καλή σήμανση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης marked

σημειωμένος, επισημασμένος

adjective (indicated)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Ben found the marked spot on the map.
Ο Μπεν βρήκε το σημειωμένο σημείο στο χάρτη.

φθαρμένος

adjective (stained, damaged)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Heavy use had left the desk marked and scratched.
Η πολλή χρήση είχε κάνει το γραφείο να είναι σημαδεμένο και γδαρμένο.

σημαδεμένος

adjective (trail: signposted)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The hikers walked along the marked trail.
Οι πεζοπόροι περπάτησαν κατά μήκος του σημαδεμένου μονοπατιού.

καταδικασμένος

adjective (figurative, slang (condemned to die) (μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

που έχει έκπτωση

adjective (sold at a reduced price)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tania bought the marked-down shoes for half their original price.

με έχει σημαδέψει, με έχει στιγματίσει

adjective (figurative (emotionally affected) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The boy was deeply marked by his pony's death, and it was a long time before he smiled again.
Ο θάνατος του πόνυ είχε σημαδέψει (or: στιγματίσει) το μικρό αγόρι και πέρασε καιρός μέχρι να ξαναχαμογελάσει.

αξιοσημείωτος

adjective (obvious, distinguishable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
There was a marked difference between the two workers.

σημάδι

noun (visible sign)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The falling chair left a mark on the wall.
Η καρέκλα πέφτοντας άφησε σημάδι στον τοίχο.

σημάδι

noun (spot, scratch)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The antique table has a dark mark towards the left side.
Το τραπέζι αντίκα έχει ένα σκούρο σημάδι στην αριστερή του πλευρά.

σημείο

noun (punctuation symbol)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You need to put a punctuation mark at the end of every sentence.
Πρέπει να χρησιμοποιείς σημεία στίξης στο τέλος κάθε πρότασης.

βαθμός

noun (UK (grade)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
He received a low mark in Spanish.
Πήρε χαμηλό βαθμό στα ισπανικά.

σημειώνω

transitive verb (indicate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mark the text to be studied.
Σημειώστε το κείμενο που θα πρέπει να μελετήσετε.

σημαδεύω

transitive verb (scratch, mar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The cat marked the table leg with its claws.
Η γάτα σημάδεψε το πόδι του τραπεζιού με τα νύχια της.

βαθμολογώ

transitive verb (grade)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The teacher marked the students' essays with the scores they had earned.
Ο δάσκαλος βαθμολόγησε τις εκθέσεις των μαθητών.

σταυρός

noun (dated (cross) (παλαιό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I need your signature or mark at the bottom.
Χρειάζομαι μια υπογραφή ή ένα σταυρό στο κάτω μέρος της σελίδας.

σήμα

noun (badge, brand)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The rising sun is the mark for that brand of floor wax.
Το σήμα κατατεθέν αυτής της παρκετίνης είναι ένας ήλιος που ανατέλλει.

ένδειξη

noun (token)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This gift is a mark of my respect for you.
Αυτό το δώρο είναι μια ένδειξη του σεβασμού μου προς το πρόσωπό σου.

σημάδι

noun (target)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He hit the mark on his third shot with the bow and arrow.
Πέτυχε το σημάδι (or: στόχο) με την τρίτη βολή με το τόξο του.

σημείο, ορόσημο

noun (landmark)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
St Paul's Cathedral is the most obvious mark in this area of London.
Ο Καθεδρικός Ναός του Αγίου Παύλου είναι το πιο προφανές ορόσημο (or: σημείο) αυτής της περιοχής του Λονδίνου.

στόχος

noun (standard)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The four-minute mile is the mark that all middle distance runners want to beat.
Όλοι οι αθλητές μεσαίων αποστάσεων θέλουν να πετύχουν τον στόχο του ενός μιλίου σε τέσσερα λεπτά.

στόχος

noun (colloquial (dupe, victim)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The pickpocket looked for a new mark with a full wallet.
Ο πορτοφολάς έψαξε να βρει καινούριο στόχο με γεμάτο πορτοφόλι.

σημείο σήμανσης

noun (reference point)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
There are four marks along the trail.
Υπάρχουν τέσσερα σημεία σήμανσης κατά μήκος του μονοπατιού.

ρεκόρ

noun (sport: record)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The mark to beat is three point two metres.
Πρέπει να σπάσει το ρεκόρ των 3,2 μέτρων.

ρεκόρ

noun (competition: record)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The players tallied the marks on the scorecard.

σήμα

noun (identifying stamp)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
They realized that the letter was genuine when they saw the prince's mark.
Κατάλαβαν ότι η επιστολή ήταν γνήσια όταν είδαν το σήμα του πρίγκιπα.

ένδειξη

noun (figurative (indication)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His involvement in the project is a mark of real quality.
Η συμμετοχή του στο έργο είναι ένδειξη (or: σημάδι) καλής ποιότητας.

χαρακτηρίζω

transitive verb (be a notable characteristic of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Violence marked each night of the war.
Κάθε βραδιά του πολέμου σημαδεύτηκε από βία.

σημαδεύω, σημειώνω

transitive verb (draw, write on)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She marked her ballot paper with a cross.
Σημάδεψε το ψηφοδέλτιό της με ένα σταυρό.

επισημαίνω

transitive verb (attach price tag, label)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The stored marked the goods on sale with red price tags.
Το κατάστημα επισήμανε τα προϊόντα της προσφοράς με κόκκινες ετικέτες.

προσέχω, παρατηρώ

transitive verb (formal (notice)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He marked her displeasure and responded appropriately.
Πρόσεξε (or: Παρατήρησε) τη δυσαρέσκειά της και απάντησε κατάλληλα.

σηματοδοτώ

transitive verb (be a sign of, signal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The country's first democratic election marks the start of a new era.

φλερτάρω

verbal expression (attempt to seduce)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

με καλή σήμανση

adjective (easy to identify)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του marked στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του marked

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.