Τι σημαίνει το divertida στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης divertida στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του divertida στο ισπανικά.

Η λέξη divertida στο ισπανικά σημαίνει διασκεδαστικός, ευχάριστος στην παρέα, ευχάριστος, καλοπερασάκιας, αστείος, χιουμοριστικός, πνευματώδης, αστείος, κωμικός, εύθυμος, ευχάριστος, ξεκαρδιστικός, διασκεδαστικός, ευχάριστος, ευχάριστος, απολαυστικός, διασκεδαστικός, ψυχαγωγικός, διασκεδαστικός, κωμικός, αστείος, χαβαλές, καλός, ωραίος, χιουμοριστικός, αστείος, που έχει πολύ γέλιο, που έχει πολλή πλάκα, η ψυχή του πάρτι, κωμικός, αστείος, διασκεδάζω, πολύ διασκεδαστικός, καλό μου ακούγεται, καλό ακούγεται, διασκεδαστικό μου ακούγεται, διασκεδαστικό ακούγεται, διασκεδαστικός τύπος, διασκέδαση, φαίνεται διασκεδαστικό, φαίνεται να έχει πλάκα, ζωντανεύω, περνάω καλά, το διασκεδάζω, με θόρυβο, που κάνει θόρυβο, που κάνει φασαρία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης divertida

διασκεδαστικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La nueva comedia es divertida.
Η νέα κωμική παράσταση είναι διασκεδαστική.

ευχάριστος στην παρέα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Es divertido y un muy buen amigo, pero no quiero casarme con él.

ευχάριστος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καλοπερασάκιας

adjetivo

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
A los veintitantos, Margaret era considerada una chica divertida.

αστείος

(persona)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nos reímos sin parar, él es muy divertido.
Είναι τόσο αστείος! Γελούσαμε όλη την ώρα.

χιουμοριστικός, πνευματώδης, αστείος, κωμικός, εύθυμος

(χαρακτήρας)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Es una profesora estricta, pero puede ser muy divertida.

ευχάριστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Voy a ver si Karen está libre para salir, es divertida.

ξεκαρδιστικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

διασκεδαστικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jugamos un juego divertido.
Παίξαμε ένα διασκεδαστικό παιχνίδι.

ευχάριστος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
John es una compañía muy divertida.

ευχάριστος, απολαυστικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Glenn pasó una velada agradable en compañía de sus amigos.
Ο Γκλεν πέρασε ένα ευχάριστο βράδυ με τη συντροφιά των φίλων του.

διασκεδαστικός, ψυχαγωγικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
En la cena, la anfitriona le contó al invitado varias historias entretenidas sobre su juventud.
Στο δείπνο η οικοδέσποινα διηγήθηκε στον καλεσμένο της μια σειρά από διασκεδαστικές ιστορίες απ' τα νιάτα της.

διασκεδαστικός, κωμικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La obra era graciosa, pero no tuvo buena crítica.

αστείος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El jocoso hombre hizo reír a todos.

χαβαλές

(persona) (αργκό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Dan es gracioso, siempre es divertido tenerle cerca.
Ο Νταν είναι χαβαλές, είναι πάντα διασκεδαστικό να τον έχεις κοντά σου.

καλός, ωραίος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Contó un chiste gracioso y todo el mundo se rió.

χιουμοριστικός, αστείος

(antiguo)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που έχει πολύ γέλιο, που έχει πολλή πλάκα

(algo, situación) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ese chiste es gracioso, tienes que contárselo a Jenna.

η ψυχή του πάρτι

(καθομιλουμένη)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Hablar con ella está bien, pero no es precisamente chistosa.

κωμικός, αστείος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Voy a intentar escribir una novela cómica.
Πρόκειται να δοκιμάσω να γράψω ένα κωμικό μυθιστόρημα.

διασκεδάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Algunos programas de televisión consiguen entretener y educar a la vez.
Ορισμένες τηλεοπτικές εκπομπές καταφέρνουν να ψυχαγωγούν και να μορφώνουν ταυτόχρονα.

πολύ διασκεδαστικός

Nuestro día en el parque temático fue muy divertido.

καλό μου ακούγεται, καλό ακούγεται, διασκεδαστικό μου ακούγεται, διασκεδαστικό ακούγεται

locución interjectiva (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¿Ir a comer un asadito a la quinta de los García?, ¡qué divertido!

διασκεδαστικός τύπος

Aunque no es el hombre más inteligente de la Tierra, es un tipo divertido y siempre puedes contar con él para levantarte el ánimo.

διασκέδαση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Pasamos un rato agradable antes de que llegara Jonathan y lo estropease.

φαίνεται διασκεδαστικό, φαίνεται να έχει πλάκα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Esto parece divertido. ¿Me puedo unir?

ζωντανεύω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Animemos la fiesta de la oficina contratando a un animador profesional.

περνάω καλά, το διασκεδάζω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

με θόρυβο, που κάνει θόρυβο, που κάνει φασαρία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los chicos la estaban pasando muy bien, pero los vecinos no podían dormir.
Τα παιδιά διασκέδαζαν φασαριόζικα και οι γείτονες δεν μπορούσαν να κοιμηθούν.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του divertida στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.