Τι σημαίνει το dock στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης dock στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dock στο Αγγλικά.

Η λέξη dock στο Αγγλικά σημαίνει αποβάθρα, αποβάθρα, μόλος, εδώλιο, προσδένω, περικόπτω, παρακρατώ, δένω, συνδέομαι, ρούμεξ, κόβω, μεγάλο λάπαθο, ράμπα φορτοεκφόρτωσης, πλατφόρμα φορτοεκφόρτωσης, αποβαθρα φορτωσης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης dock

αποβάθρα

noun (mooring area)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The boats were sitting in the dock.
Οι βάρκες βρίσκονται στην αποβάθρα.

αποβάθρα

noun (ships: unloading area)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The workers were unloading cargo from the ships onto the dock.
Οι εργάτες ξεφόρτωναν φορτίο από τα πλοία στην αποβάθρα.

μόλος

noun (US (pier)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Gareth dived off the end of the dock.
Ο Γκάρεθ βούτηξε από την άκρη της προβλήτας.

εδώλιο

noun (court: where defendant sits)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The defendant took her place in the dock.
Η κατηγορούμενη κάθισε στο εδώλιο.

προσδένω

transitive verb (ship: moor)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The captain docked the ship.
Ο καπετάνιος έδεσε το πλοίο.

περικόπτω

transitive verb (deduct: pay)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Harry's boss docked his pay to cover the cost of the mistake he made.
Το αφεντικό του Χάρυ έκοψε την αμοιβή του ώστε να καλύψει το κόστος του λάθους του.

παρακρατώ

(deduct pay)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The company docked £20 from each of the employees' wages to pay for the damages.

δένω

intransitive verb (ship: be moored)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The ship docked last night.

συνδέομαι

intransitive verb (join: spacecraft)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The shuttle docked onto the space station.

ρούμεξ

noun (wild plant, herb) (φυτολογία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Dock is often found growing near stinging nettles, which is lucky as its leaves help relieve the sting.

κόβω

transitive verb (crop: animal's tail)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It is no longer considered desirable to dock dogs' tails.

μεγάλο λάπαθο

noun (leaf of dock herb)

If you're stung by a nettle, try rubbing a dock leaf on the sting.

ράμπα φορτοεκφόρτωσης, πλατφόρμα φορτοεκφόρτωσης

noun (where cargo is loaded)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Reversing an articulated vehicle up to a loading dock is difficult.

αποβαθρα φορτωσης

noun (where cargo is loaded)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dock στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.