Τι σημαίνει το dry στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης dry στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dry στο Αγγλικά.

Η λέξη dry στο Αγγλικά σημαίνει στεγνός, ξερός, στεγνώνω, στεγνώνω, ξερός, άνυδρος, έχει ξηρασία, ξηρός, απαγορεύεται το αλκοόλ, διψάω, διψώ, ξερός, βαρετός, στεγνώνω, στεγνώνω, στραγγίζω, ξεραίνομαι, ξεραίνομαι, στεγνώνω, απεξαρτώμαι από το αλκοόλ, στεγνώνω, στερεύω, χάνω τα λόγια μου, το βουλώνω, το ράβω, στεγνώνω στον αέρα, που έχει στεγνώσει στον αέρα, αφήνω κπ ταπί, αφήνω κπ πανί με πανί, κάνω πιστολάκι, στέγνωμα, απόλυτα στεγνός, εντελώς ξερός, στεγνώνω στην απλώστρα, στεγνώνω κτ στην απλώστρα, που μπορεί να στεγνώσει στην απλώστρα, καθαριστήριο, στεγνό καθάρισμα, ρούχα από το καθαριστήριο, μαρκαδόρος ασπροπίνακα, ξηρική καλλιέργεια, άνυδρη καλλιέργεια, ξηρή καλλιέργεια, υφάσματα, υφασματάδικο, υφασματοπωλείο, παραλίγο εμετός, χιούμορ που κάνει κπ ενώ το πρόσωπό του παραμένει ανέκφραστο, ξηρός πάγος, ξηρός πάγος, στεριά, ντράι μαρτίνι, μουστάρδα σκόνη, ξηρή σήψη ξύλου, προπόνηση, πρόβα, εποχή ξηρασίας, ξηροδερμία, ξηρό φατνίο, ξηρασία, περίοδος που δεν τα πάω καλά, ξερολιθιά, ξερολιθιάς, στολή κατάδυσης, σκάσε, ξηρό κρασί, στεγνό χιούμορ, κάνω στεγνό καθάρισμα σε κτ, ασυγκίνητος, κύκλος στεγνώματος, ξερολιθιά, από γυψοσανίδα, ξηρός, κατασκευάζω με γυψοσανίδα, κατασκευάζω γυψοσανίδα, πραγματοποιώ λυοφιλίωση, πραγματοποιώ κρυοξήρανση, απλώνω κτ για να στεγνώσει, ξεκρέμαστος, τα καταφέρνω, παρατάω, παρατώ, εξοκέλλω, ημίξηρος, αποβουτυρωμένο γάλα σε σκόνη, στη στεριά, στην ξηρά, στεγνώνω, ξεραίνομαι, στεγνώνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης dry

στεγνός

adjective (not wet)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The chair was dry because it was not in the rain.
Η καρέκλα ήταν στεγνή, μια και δεν την έπιασε η βροχή.

ξερός

adjective (food: lacking moisture) (τροφή)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The crackers were dry.
Τα μπισκότα ήταν ξερά.

στεγνώνω

transitive verb (make dry)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He dried the dishes with a towel.
Στέγνωσε τα πιάτα με μια πετσέτα.

στεγνώνω

intransitive verb (become dry)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The clothes dried in the sun.
Τα ρούχα στέγνωσαν στον ήλιο.

ξερός, άνυδρος

adjective (land, climate: arid)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Many parts of Spain are dry like the desert.

έχει ξηρασία

adjective (weather: no rain)

(απρόσωπη έκφραση: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. φαίνεται ότι, έχει συννεφιά κλπ.)
It has been dry around here for the last couple of months.

ξηρός

adjective (wine: not sweet)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She doesn't like dry wine. It isn't sweet enough for her.

απαγορεύεται το αλκοόλ

adjective (figurative (place, event: no alcohol)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Some counties in Louisiana are dry counties.
Σε ορισμένες κομητείες της Λουιζιάνα απαγορεύεται το αλκοόλ.

διψάω, διψώ

adjective (thirsty)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
After walking all day, I was a little dry.

ξερός

adjective (figurative (humour: ironic) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Not everyone understands his dry humour.

βαρετός

adjective (figurative (boring)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The man I went out with was a little dry.

στεγνώνω

phrasal verb, intransitive (become dry)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She sat in the sun to dry off after her swim.
Μετά το κολύμπι, κάθισε στον ήλιο, για να στεγνώσει.

στεγνώνω, στραγγίζω

phrasal verb, transitive, separable (make dry)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
After he dropped his cell phone in the pool, he dried it off using a blow dryer.
Όταν έριξε το κινητό του στην πισίνα το στέγνωσε με το πιστολάκι των μαλλιών.

ξεραίνομαι

phrasal verb, transitive, separable (make dry)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Overcooking meat dries it out.
Το υπερβολικό ψήσιμο κάνει το κρέας να ξεραθεί.

ξεραίνομαι, στεγνώνω

phrasal verb, intransitive (become completely dry)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
My skin dries out if I don't use moisturizer every day.
Το δέρμα μου ξεραίνεται αν δεν χρησιμοποιώ ενυδατική κρέμα κάθε μέρα.

απεξαρτώμαι από το αλκοόλ

phrasal verb, intransitive (figurative, slang (recover from alcohol addiction)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He went into rehab to dry out.
Πήγε σε κέντρο αποτοξίνωσης για να απεξαρτηθεί από το αλκοόλ.

στεγνώνω

phrasal verb, intransitive (liquid: dry completely) (κυριολεκτικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
During a drought, streams may dry up completely.
Κατά τη διάρκεια της ξηρασίας τα ποτάμια μπορεί να στεγνώσουν.

στερεύω

phrasal verb, intransitive (figurative, informal (disappear) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
At one point in the banking crisis, the supply of funds to industry almost dried up completely.
Κατά τη διάρκεια της κρίσης των τραπεζών η παροχή χρηματοδότησης προς τη βιομηχανία σχεδόν στέρεψε.

χάνω τα λόγια μου

phrasal verb, intransitive (figurative, slang (forget speech)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When the moment came for him to speak his lines, the actor dried up completely.
Όταν ήρθε η ώρα να πει τα λόγια του, του ηθοποιού του κόπηκε η μιλιά.

το βουλώνω, το ράβω

phrasal verb, intransitive (figurative, slang (stop talking) (αργκό, πιθανά προσβλ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He's ranting again. I wish he'd just dry up!
Τον έπιασε πάλι παραλήρημα. Εύχομαι να το βουλώσει!

στεγνώνω στον αέρα

transitive verb (dry by contact with air)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

που έχει στεγνώσει στον αέρα

adjective (dry from contact with air)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αφήνω κπ ταπί, αφήνω κπ πανί με πανί

(figurative (spend all [sb]'s money) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Between them, my six kids have bled me dry!

κάνω πιστολάκι

transitive verb (use a hair-dryer on)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
There's no point blow-drying your hair – it's pouring down outside!

στέγνωμα

noun (instance of drying hair)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The hairdresser asked her client if she wanted a blow-dry.

απόλυτα στεγνός, εντελώς ξερός

adjective (extremely dry, parched)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στεγνώνω στην απλώστρα

intransitive verb (dry by letting water run off)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στεγνώνω κτ στην απλώστρα

transitive verb (dry by letting water run off)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

που μπορεί να στεγνώσει στην απλώστρα

adjective (able to drip-dry)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καθαριστήριο

noun (company: cleans clothing)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
That suit's too delicate for the washing machine; you'll have to take it to the dry cleaner.

στεγνό καθάρισμα

noun (cleaning clothes with chemicals)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Dry cleaning is a lot cheaper than it used to be.
Το στεγνό καθάρισμα είναι πολύ πιο οικονομικό απ' ότι ήταν παλιότερα.

ρούχα από το καθαριστήριο

noun (clothes for chemical cleaning) (καθαρά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Please pick up the dry cleaning on your way home.

μαρκαδόρος ασπροπίνακα

noun (erasable whiteboard pen)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ξηρική καλλιέργεια, άνυδρη καλλιέργεια, ξηρή καλλιέργεια

noun (farming without irrigation)

υφάσματα

plural noun (mainly US (fabrics, clothing)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
In recent years, grocery stores have expanded into selling dry goods, such as clothing.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μπορούμε να αγοράσουμε υφάσματα και από τη λαϊκή πλέον.

υφασματάδικο, υφασματοπωλείο

noun (shop: sells fabrics, clothing)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You won't find groceries or hardware at a dry goods store.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο πατέρας του είχε για πολλά χρόνια το καλύτερο υφασματάδικο της πόλης.

παραλίγο εμετός

plural noun (retching without vomiting)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χιούμορ που κάνει κπ ενώ το πρόσωπό του παραμένει ανέκφραστο

noun (deadpan comedy)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The double-entendre is often an element of dry humor.

ξηρός πάγος

noun (CO2: used for refrigeration)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I need some dry ice to ship these crawfish to Cuba.

ξηρός πάγος

noun (artificial smoke effect)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Dry ice covered the stage as the band appeared.

στεριά

noun (terra firma, earth)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We were glad to be back on dry land after our disastrous cruise.
Είμαστε πολύ χαρούμενοι που επιστρέψαμε στη στεριά μετά την καταστροφική κρουαζιέρα μας.

ντράι μαρτίνι

noun (cocktail) (κοκτέιλ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
After a few dry martinis the problem didn't seem so bad.
Μετά από μερικά ντράι μαρτίνι το πρόβλημα δε φαινόταν και τόσο σοβαρό.

μουστάρδα σκόνη

noun (powdered mustard seeds)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ξηρή σήψη ξύλου

noun (wood: fungal decay)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We found dry rot in the roof timbers and the whole roof had to be replaced.
Ανακαλύψαμε ξηρή σήψη στα δοκάρια της οροφής και έπρεπε να αντικαταστήσουμε ολόκληρη την οροφή.

προπόνηση, πρόβα

noun (trial, rehearsal)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We've only got one chance to get it right, so let's do a dry run first.
Έχουμε μόνο μια ευκαιρία για να το επιτύχουμε επομένως ας κάνουμε μια πρόβα πρώτα.

εποχή ξηρασίας

noun (non-rainy season in the tropics)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It's no cooler in the monsoon than it is in the dry season!
Την εποχή των μουσώνων δεν έχει περισσότερη δροσιά από ότι την εποχή της ξηρασίας!

ξηροδερμία

noun (skin condition: lack of moisture)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The dry skin on my elbows is very annoying and painful when it catches on the inside of my sleeves.

ξηρό φατνίο

noun (dental inflammation)

ξηρασία

noun (period of dry weather)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

περίοδος που δεν τα πάω καλά

noun (figurative (period of no activity)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξερολιθιά

noun (wall-building: without cement)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ξερολιθιάς

noun as adjective (made without cement) (σε γενική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

στολή κατάδυσης

(diving)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σκάσε

interjection (figurative, slang (stop talking!) (αργκό)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Oh, dry up! I'm tired of your constant complaining.
Σκάσε επιτέλους! Βαρέθηκα τη γκρίνια σου.

ξηρό κρασί

noun (wine that is not sweet)

Can you suggest a dry white wine to go with our fish? Sweet wines have a higher sugar content than dry wines.
Μπορείς να προτείνεις κάποιο ξηρό κρασί που να ταιριάζει με το ψάρι μας;

στεγνό χιούμορ

noun (ironic humour)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He had such a dry wit that sometimes it took me a while to realize he was joking.

κάνω στεγνό καθάρισμα σε κτ

transitive verb (clean using chemicals)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I won't buy any clothes that I have to have dry-cleaned.

ασυγκίνητος

adjective (not weeping)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I never manage to stay dry-eyed during sad movies.

κύκλος στεγνώματος

noun (washing machine's drying program)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ξερολιθιά

noun (stone wall built without mortar)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

από γυψοσανίδα

noun as adjective (US (for use with drywall)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξηρός

noun as adjective (built without mortar)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κατασκευάζω με γυψοσανίδα

transitive verb (US (construct using drywall)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Today we are going to drywall the kitchen.

κατασκευάζω γυψοσανίδα

intransitive verb (US (construct or install drywall)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The workers have been drywalling for weeks now.

πραγματοποιώ λυοφιλίωση, πραγματοποιώ κρυοξήρανση

transitive verb (freeze rapidly, then dry)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

απλώνω κτ για να στεγνώσει

verbal expression (suspend [sth] wet until it dries)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'll hang my towel to dry in the sun.

ξεκρέμαστος

adjective (figurative (person: abandoned) (καθομιλουμένη)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
When he left her, she found herself high and dry with no income and nowhere to live.

τα καταφέρνω

expression (UK, informal (having achieved your goal)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παρατάω, παρατώ

verbal expression (often passive (person: abandon)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εξοκέλλω

verbal expression (often passive (ship: ground, beach)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The fishing boats were left high and dry when the tide went out.
Τα ψαροκάικα εξόκειλαν, όταν υποχώρησαν τα νερά.

ημίξηρος

adjective (partially dry)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αποβουτυρωμένο γάλα σε σκόνη

noun (US (powdered skimmed milk)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nonfat dry milk is more tasty than skim milk.

στη στεριά, στην ξηρά

adverb (not at sea)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I didn't believe I had survived the shipwreck until I was back on dry land.

στεγνώνω, ξεραίνομαι

(dry up)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The river ran dry and all the fish died.

στεγνώνω

verbal expression (heat until dry in a tumble-dryer)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dry στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του dry

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.