Τι σημαίνει το landing στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης landing στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του landing στο Αγγλικά.

Η λέξη landing στο Αγγλικά σημαίνει προσγείωση, πλατύσκαλο, αποβάθρα, προσγείωση, στεριά, ξηρά, γη, έδαφος, γη, γη, τόπος, προσγειώνω, προσεδαφίζω, προσγειώνομαι, προσεδαφίζομαι, καταφθάνω, προσγειώνομαι, χώρα, της γης, προσγειώνομαι, προσγειώνομαι, φτάνω, ξεφορτώνω, πετυχαίνω, πιάνω, έχω, επιπλήττω, αναγκαστική προσγείωση, αναγκαστική προσγείωση, οριζοντίωση, αναγκαστική προσγείωση, ανώμαλη προσγείωση, αποβατικό σκάφος, αεροδρόμιο, χώρος προσγείωσης/απογείωσης, εξοπλισμός προσγείωσης, χώρος προσγείωσης, φώτα προσγείωσης, διαχείριση προσγειώσεων, πλατφόρμα αποβίβασης, διάδρομος προσγείωσης, προσσελήνωση, ομαλή προσγείωση, ομαλή προσεδάφιση, ομαλή προσγείωση, διάδρομος προσγείωσης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης landing

προσγείωση

noun (aircraft: descent)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The airplane circled the airport once before coming in for a landing.
Το αεροπλάνο έκανε έναν κύκλο πάνω από το αεροδρόμιο πριν πλησιάσει για την προσγείωση.

πλατύσκαλο

noun (area at top of stairs)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Laura kept a flower pot on the landing.
Η Λώρα είχε μια γλάστρα με λουλούδια στο πλατύσκαλο.

αποβάθρα

noun (for boat: dock)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The boat was tied up at the landing where Tom left it.
Η βάρκα ήταν δεμένη στην αποβάθρα όπου την είχε αφήσει ο Τομ.

προσγείωση

noun (act of landing)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The plane had a rough landing and was damaged.
Το αεροπλάνο είχε ανώμαλη προσγείωση και έπαθε ζημιές.

στεριά, ξηρά, γη

noun (ground)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Columbus sailed for over two months before seeing land.
Ο Κολόμβος ταξίδεψε περισσότερο από δυο μήνες πριν δει στεριά.

έδαφος

noun (terrain)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The land is flat in many parts of Ohio.
Το έδαφος σε πολλά σημεία του Οχάιο είναι επίπεδο.

γη

noun (earth, soil)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The land here is rich and fertile.
Το έδαφος (or: χώμα) εδώ είναι εύφορο και γόνιμο.

γη

noun (real estate) (κτηματομεσιτικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We have invested in land and bought quite a few hectares.
Επενδύσαμε σε γη και αγοράσαμε αρκετά στρέμματα.

τόπος

noun (dated, poetic (country)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
She is from a far-off land.
Είναι από μια μακρινή χώρα.

προσγειώνω, προσεδαφίζω

transitive verb (aircraft: bring to earth) (αεροπλάνο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The pilot landed the aircraft very smoothly.
Ο πιλότος προσγείωσε (or: προσεδάφισε) το αεροπλάνο πολύ μαλακά.

προσγειώνομαι, προσεδαφίζομαι

intransitive verb (aircraft: come to earth) (αεροπλάνο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The aeroplane has landed safely.
Το αεροπλάνο προσγειώθηκε με ασφάλεια.

καταφθάνω

intransitive verb (come ashore) (φτάνω σε στεριά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
What year did the pilgrims land at Plymouth?
Ποια χρονιά κατέφθασαν (or: αποβιβάστηκαν) οι προσκυνητές στο Πλίμουθ;

προσγειώνομαι

intransitive verb (drop onto [sth]) (πέφτω πάνω σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He jumped from the bus and landed on the sidewalk.
Πήδηξε από το λεωφορείο και προσγειώθηκε (or: έπεσε) στο πεζοδρόμιο.

χώρα

noun (figurative, literary (people of a country) (μτφ: κάτοικοι χώρας)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The queen has angered the whole land through her extravagance.
Η βασίλισσα εξόργισε ολόκληρη τη χώρα με τις υπερβολές της.

της γης

noun as adjective (relating to land)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προσγειώνομαι

intransitive verb (come to rest)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The snowflake landed on the car.
Η νιφάδα προσγειώθηκε στο αμάξι.

προσγειώνομαι

intransitive verb (hit, shot, etc.: end up) (μτφ: για χτύπημα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The boxer's punch landed on his opponent's jaw.
Η γροθιά του πυγμάχου προσγειώθηκε στο σαγόνι του αντιπάλου.

φτάνω

intransitive verb (vessel: reach land)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The ship landed in Cuba on December 21st 1832.

ξεφορτώνω

transitive verb (unload) (κατεβάζω φορτίο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The fishermen landed their catch at the docks.
Οι ψαράδες ξεφόρτωσαν την ψαριά στο λιμάνι.

πετυχαίνω

transitive verb (figurative, informal (win) (μτφ: κερδίζω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
His company landed a big contract with the government.
Η εταιρεία πέτυχε ένα μεγάλο συμβόλαιο με την κυβέρνηση.

πιάνω

transitive verb (fish: capture) (ψάρεμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We landed five fish in the fishing trip.
Πιάσαμε πέντε ψάρια στην εκδρομή μας.

έχω

transitive verb (come up with: a solution) (ιδέα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επιπλήττω

transitive verb (strongly scold)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αναγκαστική προσγείωση

noun (aircraft: emergency descent)

αναγκαστική προσγείωση

noun (aircraft: emergency descent)

οριζοντίωση

noun (aeronautic maneuver)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αναγκαστική προσγείωση

noun (aircraft: emergency landing)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The pilot made a forced landing in the Hudson River after the plane hit a flock of geese.

ανώμαλη προσγείωση

noun (aircraft: descending with heavy impact)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The pilot misjudged his rate of descent and made a hard landing, which buckled the undercarriage.

αποβατικό σκάφος

noun (navy: ship that transports troops ashore)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Many landing craft were used on the Normandy beaches on D-Day.

αεροδρόμιο, χώρος προσγείωσης/απογείωσης

noun (airfield: where planes take off and land)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The locals called it "The Airport" but it was really nothing more than a grass landing field.

εξοπλισμός προσγείωσης

noun (parts under a plane for landing)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
The captain must lower the landing gear before bringing the plane down onto the runway.

χώρος προσγείωσης

noun (airfield)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φώτα προσγείωσης

plural noun (aircraft lights used when landing)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The pilot switched on the landing lights on the approach to the airport.

διαχείριση προσγειώσεων

noun (control of incoming air traffic)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πλατφόρμα αποβίβασης

(floating platform)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

διάδρομος προσγείωσης

noun (runway)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The pilot was unable to see the landing strip due to thick fog.

προσσελήνωση

noun (arrival on surface of the moon)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ομαλή προσγείωση

noun (aircraft: descending easily to the ground)

ομαλή προσεδάφιση

noun (space vehicle)

The Viking spacecraft executed a soft landing on Mars.

ομαλή προσγείωση

noun (figurative (economic growth) (μεταφορικά)

Most economists foresee a soft landing for the economy.

διάδρομος προσγείωσης

noun (aircraft runway)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Land the plane on the strip.
Προσγείωσε το αεροπλάνο στο διάδρομο προσγείωσης.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του landing στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του landing

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.