Τι σημαίνει το en cours στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης en cours στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του en cours στο Γαλλικά.

Η λέξη en cours στο Γαλλικά σημαίνει συνεχιζόμενος, τρέχων, σε εξέλιξη, εν εξελίξει, συνεχής, σε εξέλιξη, στο σχολείο, εν εξελίξει, σε εξέλιξη, στα σκαριά, εκκρεμής, ανοιχτός, τρέχων, εργασία σε εξέλιξη, ανεξόφλητος, της σχολικής αίθουσας, απών, που γυρίζεται, χρησιμοποιούμενος, καθ' οδόν για παράδοση, στη διαδρομή, επί τη ευκαιρία, υπό κατασκευή, παραγγελία, αλλαγή που γίνεται ενώ έχει ξεκινήσει η παραγωγή, απογραφή, εκκρεμούσα οφειλή, υπολειπόμενο απόθεμα, πηγαίνω σχολείο, πηγαίνω στο μάθημα, στην παραγωγή, που διδάσκεται, υπό επεξεργασία, -. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης en cours

συνεχιζόμενος, τρέχων

(γίνεται τώρα)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Η ενημέρωση του λεξικού είναι μια συνεχής δουλειά.

σε εξέλιξη, εν εξελίξει

(που συμβαίνει τώρα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Lorsque nous sommes arrivés, le spectacle était déjà en cours.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ήμασταν ήδη καθ' οδόν όταν μας είπαν ότι το μάθημα ακυρώνεται.

συνεχής

locution adjectivale (qui a lieu)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
D'après le calendrier, il y a plusieurs expositions en cours.

σε εξέλιξη

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στο σχολείο

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sarah n'est pas ici tout de suite : elle est en cours.

εν εξελίξει

locution adverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Les préparatifs pour les Jeux olympiques 2012 étaient en cours.

σε εξέλιξη

locution adverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quand je suis arrivée dans la salle, tous les préparatifs du mariage étaient encore en cours.
Όταν έφτασα στην αίθουσα, όλες οι προετοιμασίες για τον γάμο ήταν ακόμη σε εξέλιξη.

στα σκαριά

locution adverbiale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εκκρεμής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Έχουμε τρία εκκρεμή ζητήματα. Αν όλα πάνε καλά, θα μπορέσουμε να τα επιλύσουμε την άλλη εβδομάδα.

ανοιχτός

(μτφ: δεν έχει τελειώσει)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Avant de partir en vacances, l'avocat a briefé son collègue sur les affaires en cours.

τρέχων

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Quelle est la température actuelle ?
Ξέρεις την τρέχουσα θερμοκρασία;

εργασία σε εξέλιξη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ανεξόφλητος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

της σχολικής αίθουσας

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'article avait des idées intéressantes pour utiliser la tablette dans le cadre de la salle de classe.
Αυτό το άρθρο έχει μερικές χρήσιμες συμβουλές για τη χρήση των τάμπλετ στη σχολική αίθουσα.

απών

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)

που γυρίζεται

locution adverbiale (film)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Son dernier film était encore en cours de tournage quand elle est tombée malade.

χρησιμοποιούμενος

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ce fichier est en cours d'utilisation, vous ne pourrez pas le modifier.

καθ' οδόν για παράδοση

locution adjectivale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le site du transporteur indique que mon colis est en cours de livraison.

στη διαδρομή

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nous allons à la montagne en voiture, mais nous nous arrêterons en chemin (or: sur le chemin) prendre un café.
Οδηγούμε προς τα βουνά, αλλά θα σταματήσουμε για καφέ στη διαδρομή.

επί τη ευκαιρία

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Janine a pris des cours d'allemand à l'école et ce faisant, a rencontré de nouveaux amis.
Η Τζανίν μαθαίνει γερμανικά στο σχολείο και, επί τη ευκαιρία, έκανε καινούργιους φίλους.

υπό κατασκευή

(projet,...)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παραγγελία

(λόγω μη διαθεσιμότητας)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Si votre article n'est pas en stock, l'entreprise repassera une nouvelle commande pour vous.

αλλαγή που γίνεται ενώ έχει ξεκινήσει η παραγωγή

nom féminin pluriel

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

απογραφή

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εκκρεμούσα οφειλή

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ils n'ont aucun prêt en cours.

υπολειπόμενο απόθεμα

nom masculin (ποσότητες εμπορευμάτων)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πηγαίνω σχολείο, πηγαίνω στο μάθημα

locution verbale

Je vais en cours tous les mardis.

στην παραγωγή

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Το τελευταίο μοντέλο είναι στην παραγωγή αυτή τη στιγμή και θα είναι διαθέσιμο στις αρχές του άλλου χρόνου. Νέα αυτοκίνητα εξοικονόμησης ενέργειας, τα οποία θα βοηθήσουν στη μείωση της υπερθέρμανσης του πλανήτη, βρίσκονται πλέον στην παραγωγή.

που διδάσκεται

locution adjectivale (Université)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
C'est une formation en cours magistral qui mène à un master en informatique. La faculté propose des programmes en cours magistral ainsi que de recherche au niveau master.
Αυτό είναι ένα μάθημα που διδάσκεται και οδηγεί σε μάστερ στην πληροφορική.

υπό επεξεργασία

locution adverbiale (ανάλογα τη διαδικασία)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

-

(temps) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Elle a quitté l'école d'infirmiers en cours d'année.
Τα παράτησε στα μισά της σχολής μαιευτικής.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του en cours στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.