Τι σημαίνει το production στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης production στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του production στο Γαλλικά.

Η λέξη production στο Γαλλικά σημαίνει παραγωγή, παραγωγή, παραγωγή, παραγωγή, παραγωγή, απόδοση, παραγωγή, παραγωγή, παραγωγή, σοδειά, καρποφορία, παραγωγή, παραγωγή, κατασκευή, κατασκευή, παραγωγή, διεκπεραιωτικότητα, ελλειμματική παραγωγή, ανεπαρκής παραγωγή, εργοστάσιο παραγωγής, ελλειμματική παραγωγή, ανεπαρκής παραγωγή, μη υπαλληλικός, μη διοικητικός, βιομηχανία, παραγωγή, μέσα παραγωγής, μαζική παραγωγή, οικονομική παραγωγή, οικονομική απόδοση, κόστος εισροών, κόστος παραγωγικών συντελεστών, λιτή παραγωγή, διαδικασία παραγωγής, μέθοδος παραγωγής, ποσόστωση παραγωγής, διευθυντής παραγωγής, διευθύντρια παραγωγής, πλατφόρμα παραγωγής, εξέδρα παραγωγής, βοηθός παραγωγής, τεχνικός παραγωγής, παρακολούθηση παραγωγής, εργάτης παραγωγής, εργάτρια παραγωγής, αλλαγή που γίνεται ενώ έχει ξεκινήσει η παραγωγή, πληθοπορισμός, παραγωγή σε σειρά, παραγωγή εν σειρά, προπαραγωγή, κάνω crowdsourcing, χρόνος παράδοσης, επιτυχημένη θεατρική παράσταση, απώλεια σοδειάς, κάρτα kanban, διακόπτω, παύω, καταργώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης production

παραγωγή

nom féminin (Commerce)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cet article est tellement populaire que l'usine a dû augmenter sa production.
Αυτό το προϊόν είναι τόσο δημοφιλές που το εργοστάσιο έπρεπε να αυξήσει την παραγωγή.

παραγωγή

nom féminin (Musique)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παραγωγή

nom féminin (Cinéma)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La production est la phase pendant laquelle le film est tourné.
Η παραγωγή είναι το στάδιο κατά το οποίο γίνονται τα γυρίσματα της ταινίας.

παραγωγή

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La création d'une œuvre d'art demande beaucoup de temps et d'effort.
Η δημιουργία ενός έργου τέχνης απαιτεί πάρα πολύ χρόνο και προσπάθεια.

παραγωγή

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Notre société se spécialise dans la fabrication de voitures de luxe.
Η εταιρεία μας ειδικεύεται στην κατασκευή πολυτελών αυτοκινήτων.

απόδοση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nous avons doublé notre production par rapport à l'année dernière.
Η τρέχουσα παραγωγή μας είναι διπλάσια από ότι πέρσι τέτοια εποχή.

παραγωγή

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παραγωγή

nom féminin (objet produit)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La production était endommagée et a dû être jetée.
Η παραγωγή καταστράφηκε και έπρεπε να πεταχτεί.

παραγωγή

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le client principal de l'entreprise achète 70% de sa production.
Ο βασικός πελάτης της εταιρείας αγοράζει το 70% των της παραγωγής.

σοδειά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Avec la popularisation des tablettes tactiles, la production de stylos risque de continuer à baisser au fil des ans.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η φετινή απόδοση των χωραφιών ήταν η καλύτερη της τελευταίας δεκαετίας.

καρποφορία

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sur sa période de production, cet arbre peut produire jusqu'à 90 kg de fruits.

παραγωγή

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Les étudiants en physique étudiaient la production d'électricité.
Οι φοιτητές φυσικής μελέτησαν την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος.

παραγωγή, κατασκευή

nom féminin (προϊόντος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Notre domaine est celui de la fabrication d'électroménagers.
Η δουλειά μας είναι η παραγωγή των λεγόμενων λευκών προϊόντων.

κατασκευή, παραγωγή

nom féminin (processus)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La fabrication de ce produit a pris beaucoup de temps et d'effort.

διεκπεραιωτικότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Το εργοστάσιο σχεδιάζει να αυξήσει τη διεκπεραιωτικότητά του φέτος.

ελλειμματική παραγωγή, ανεπαρκής παραγωγή

nom féminin

εργοστάσιο παραγωγής

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Les articles produits par l'usine (or: le site de production) incluait des chaussures et des sacs.

ελλειμματική παραγωγή, ανεπαρκής παραγωγή

nom féminin

μη υπαλληλικός, μη διοικητικός

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βιομηχανία, παραγωγή

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Comment pouvons-nous créer davantage d'emplois dans l'industrie (or: dans le secteur de la production industrielle) ?
Πως μπορούμε να δημιουργήσουμε νέες θέσεις εργασίας στη βιομηχανία;

μέσα παραγωγής

nom masculin pluriel

Les pays du tiers-monde ont besoin de développer leurs moyens de production.

μαζική παραγωγή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Henry Ford a apporté les techniques de production de masse pour l'automobile.

οικονομική παραγωγή, οικονομική απόδοση

nom féminin

κόστος εισροών, κόστος παραγωγικών συντελεστών

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

λιτή παραγωγή

διαδικασία παραγωγής

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μέθοδος παραγωγής

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La recherche du profit est un moteur de base du mode de production capitaliste.

ποσόστωση παραγωγής

nom masculin (περιορισμός παραγωγής)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

διευθυντής παραγωγής, διευθύντρια παραγωγής

nom masculin

πλατφόρμα παραγωγής, εξέδρα παραγωγής

nom féminin (εξόρυξη πετρελαίου)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

βοηθός παραγωγής

(ΤV, κινηματογράφος)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

τεχνικός παραγωγής

nom masculin (ΤV, κινηματογράφος)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

παρακολούθηση παραγωγής

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εργάτης παραγωγής, εργάτρια παραγωγής

nom masculin

αλλαγή που γίνεται ενώ έχει ξεκινήσει η παραγωγή

nom féminin pluriel

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πληθοπορισμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

παραγωγή σε σειρά, παραγωγή εν σειρά

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

προπαραγωγή

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κάνω crowdsourcing

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χρόνος παράδοσης

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Nous avons raccourci le délai de production des commandes à quatre jours.
Έχουμε μειώσει τον χρόνο παράδοσης των παραγγελιών σε τέσσερις μέρες.

επιτυχημένη θεατρική παράσταση

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

απώλεια σοδειάς

nom féminin (γεωργία)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κάρτα kanban

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

διακόπτω, παύω, καταργώ

locution verbale (σταματώ την παραγωγή προϊόντος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je crois qu'ils ont arrêté la production de ce modèle il y a des années.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του production στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του production

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.