Τι σημαίνει το enganar στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης enganar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του enganar στο πορτογαλικά.
Η λέξη enganar στο πορτογαλικά σημαίνει απάτη, παίζω κπ, εξαπατώ, εξαπατώ, παρασέρνω κπ να κάνει κτ, παρασύρω κπ να κάνει κτ, αποσπώ κτ από κπ, παραπλανώ κπ για να κάνει κτ, παραπλανώ κπ κάνοντάς τον να κάνει κτ, παραπλανώ, παρασύρω κπ σε κτ, εξαπατώ, κοροϊδεύω, εξαπατώ, παραπλανώ, μπερδεύω, κοροϊδεύω, ξεγελάω, εξαπατώ, κοροϊδεύω, ξεγελάω κπ για να κάνει κτ, καταφέρνω κπ να κάνει κτ, ρίξιμο, εξαπατώ, ξεφεύγω, παγιδεύω, κοροϊδεύω, ξεγελάω, ξεγελώ, εξαπατώ, παραπλανώ, παραπλανώ, εξαπατώ, παραπλανώ, εξαπατώ, παγιδεύω, εξαπατώ, ξεγελάω, ξεγελώ, εξαπατώ, κοροϊδεύω, εξαπατώ, ξεγελώ, παραπλανώ, τη φέρνω, εξαπατώ, ξεγελώ, εξαπατώ, κοροϊδεύω, ξεγελώ, την έχω στημένη σε κπ, εξαπατώ, εξαπατώ, κλέβω, παραπλανώ, ξεγελάω, τη φέρνω σε κπ, ξεγελώ κπ και του παίρνω κτ, ξεγελάω κπ και του παίρνω κτ, τη φέρνω, κάνω, αποπροσανατολίζω, παραπλανώ, μπερδεύω, εξαπατάω, εξαπατώ, παραπλανώ, κάνω πουστιά σε κπ, παίζω πουστιά σε κπ, κάνω λαμογιά σε κπ, κοροϊδεύω, εξαπατώ, ξεγελώ, παραπλανώ, τη φέρνω σε κπ, λέω βλακείες σε κπ, λέω ανοησίες σε κπ, τη φέρνω σε κπ, ξεγελώ, παρασύρω, ξεγελάω, κοροϊδεύω, παραπλανώ, εξαπατώ, παγιδεύω, απατώ, παγιδεύω με δόλο, κοροϊδεύω, κλέβω, ξεγελώ, εξαπατώ, κοροϊδεύω, αυταπατώμαι, κάνω λάθος, ξεγελάω τον θάνατο, αυταπατώμαι, δίνω λάθος ρέστα, αποτυχία, αστοχία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης enganar
απάτη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
παίζω κπ(enganar alguém) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εξαπατώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Fred acreditava que estava fazendo um bom investimento, mas acabou que um vigarista o enganara. |
εξαπατώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παρασέρνω κπ να κάνει κτ, παρασύρω κπ να κάνει κτ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Meus amigos me enganaram para ir ver um musical. Οι φίλοι μου με παρασύρανε για να πάμε να δούμε ένα μιούζικαλ. |
αποσπώ κτ από κπ
|
παραπλανώ κπ για να κάνει κτ, παραπλανώ κπ κάνοντάς τον να κάνει κτverbo transitivo (levar a fazer algo) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παραπλανώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παρασύρω κπ σε κτ
Τρεις μέρες με καταγάλανο ουρανό μας ξεγέλασαν δίνοντάς μας μια ψευδή αίσθηση ασφάλειας και δεν ήμασταν προετοιμασμένοι για τη χτεσινή δυνατή βροχή. |
εξαπατώ, κοροϊδεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Não se deixe enganar pelas bobagens dele. Μην σε κοροϊδεύει με τις ανοησίες του. |
εξαπατώ(pregar peça) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Fred engana as pessoas o tempo todo. Não leve nada que ele diz a sério. Ο Φρεντ κοροϊδεύει τους άλλους όλη την ώρα, μην πάρεις τίποτα από όσα λέει στα σοβαρά. |
παραπλανώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μπερδεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Negativas duplas geralmente me enganam. Οι διπλές αρνήσεις συνήθως με μπερδεύουν. |
κοροϊδεύω, ξεγελάωverbo transitivo (εξαπατώ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ela enganou-o, fazendo com que ele acreditasse que ela era mais nova. Τον κορόιδεψε (or: ξεγέλασε) πως τάχα είναι μικρότερη. |
εξαπατώ, κοροϊδεύωverbo transitivo (para fazer algo) (κπ για να κάνει κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Steve enganou Joe para lavar a roupa toda a semana. Ο Στηβ εξαπάτησε τον Τζο για να κάνει τη μπουγάδα όλη την εβδομάδα. |
ξεγελάω κπ για να κάνει κτ, καταφέρνω κπ να κάνει κτverbo transitivo (levando a fazer algo) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) O chefe enganou Jim para que ele trabalhasse além da hora outra vez. Το αφεντικό ξεγέλασε τον Τζιμ ώστε να κάνει ξανά υπερωρίες. |
ρίξιμοverbo transitivo (αργκό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
εξαπατώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O desviado enganou o sistema. |
ξεφεύγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Não posso enganar a polícia! Δεν μπορώ να ξεφύγω από την αστυνομία. |
παγιδεύωverbo transitivo (levando a fazer algo) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κοροϊδεύω, ξεγελάω, ξεγελώverbo transitivo (καθομ, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quando percebeu que Mike a estava enganando, Rute terminou o contrato. |
εξαπατώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παραπλανώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παραπλανώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εξαπατώ, παραπλανώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εξαπατώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Kate não percebia que o homem que conhecera em um site de relacionamento a estava enganando até ela ter gasto metade de suas economias com ele. |
παγιδεύωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εξαπατώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξεγελάω, ξεγελώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εξαπατώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κοροϊδεύω, εξαπατώ, ξεγελώ, παραπλανώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Não deixe esses belos anúncios enganar você! |
τη φέρνω(μτφ, καθομ: σε κάποιον) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εξαπατώ, ξεγελώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O freelancer percebeu que a nova cliente o havia enganado quando ela desapareceu sem pagar. |
εξαπατώ, κοροϊδεύωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξεγελώverbo transitivo (cometer fraude, iludir) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Não acredito que me enganaram para que eu comprasse aquilo. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Δεν είναι αυθεντικό διαμάντι, σ' την έφεραν! |
την έχω στημένη σε κπverbo transitivo (gíria) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εξαπατώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εξαπατώ(inf., fig.) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κλέβω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παραπλανώ, ξεγελάωverbo transitivo (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Eu pensei que ele me amava, mas ele só estava me enganando. Νόμιζα πως μ' αγάπησε, αλλά εκείνος απλά με κορόιδευε. |
τη φέρνω σε κπ(καθομιλουμένη, μτφ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ο απατεώνας μου την έφερε και μου πήρε όλα μου τα χρήματα. |
ξεγελώ κπ και του παίρνω κτ, ξεγελάω κπ και του παίρνω κτverbo transitivo (fazer charlatanismo, agir como um patife) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Eu não queria ter comprado as entradas - fui enganada! |
τη φέρνωverbo transitivo (αργκό: σε κάποιον) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) A gente enganou mesmo a polícia com aquela história maluca! |
κάνωverbo transitivo (κτ σε κπ ή σε βάρος κάποιου) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Como você pode me enganar desse jeito? Πώς μπόρεσες να μου κάνεις μια τόσο άσχημη φάρσα; |
αποπροσανατολίζω, παραπλανώ, μπερδεύω(enganar ou confundir) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εξαπατάω, εξαπατώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O suspeito aparentemente fraudou diversos idosos. Ο ύποπτος από ότι φαίνεται εξαπάτησε αρκετούς ηλικιωμένους. |
παραπλανώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O criminoso despistou a polícia e pôde escapar. Ο εγκληματίας παραπλάνησε την αστυνομία ώστε να ξεφύγει. |
κάνω πουστιά σε κπ, παίζω πουστιά σε κπ, κάνω λαμογιά σε κπ(tentar enganar) (αργκό: εξαπατώ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Μη μου κάνεις καμιά πουστιά (or: παίξεις καμιά πουστιά) την έβαψες! |
κοροϊδεύω, εξαπατώ, ξεγελώ, παραπλανώ(BRA) (για/ώστε να κάνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τη φέρνω σε κπ(μεταφορικά, καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
λέω βλακείες σε κπ, λέω ανοησίες σε κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Não minta para mim! Eu sei o que realmente aconteceu. Μη μου λες βλακείες! Ξέρω τι έγινε πραγματικά. |
τη φέρνω σε κπ(BRA, gíria) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tarde demais, Adrian percebeu que o lojista o havia trapaceado. Ο Άντριαν κατάλαβε πολύ αργά πως ο καταστηματάρχης του την είχε φέρει. |
ξεγελώ, παρασύρωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξεγελάω, κοροϊδεύωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παραπλανώ, εξαπατώ(enganar) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παγιδεύω(numa armadilha) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
απατώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παγιδεύω με δόλο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κοροϊδεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Não tente me fazer de bobo! Vou perceber imediatamente. Μην προσπαθήσεις να με κοροϊδέψεις! Θα το καταλάβω αμέσως. |
κλέβω, ξεγελώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ele percebeu que havia sido enganado quando viu que a câmera que comprou não tinha peças no interior. Κατάλαβε ότι τον είχαν κλέψει (Or: ξεγελάσει) επειδή η κάμερα που αγόρασε δεν δούλευε. |
εξαπατώ, κοροϊδεύω(BRA) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αυταπατώμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κάνω λάθος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Desculpe, eu me enganei quando calculei o quanto devia a você. Συγγνώμη, έκανα λάθος όταν υπολόγιζα πόσα σου χρωστάω. |
ξεγελάω τον θάνατοexpressão verbal (escapar da morte; expres) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αυταπατώμαιexpressão (informal) |
δίνω λάθος ρέσταlocução verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αποτυχία, αστοχία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του enganar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του enganar
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.