Τι σημαίνει το explorar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης explorar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του explorar στο πορτογαλικά.

Η λέξη explorar στο πορτογαλικά σημαίνει εξερευνώ, εκμεταλλεύομαι, εξερευνώ, εκμεταλλεύομαι, αξιοποιώ, εξετάζω, εξετάζω, εξερευνώ τα βάθη, ανακαλύπτω, αρπάζομαι από, δράττομαι του, εκμεταλλεύομαι, εκμεταλλεύομαι, κοροϊδεύω, κλέβω, εκμεταλλεύομαι, αναζητώ, ψάχνω, εκμεταλλεύομαι, αξιοποιώ, ερευνώ, εξερευνώ, παρασιτώ, κάνω αναγνωριστική εκστρατεία, αρμέγω, φεσώνω κπ με κτ, φεσώνω κτ σε κπ, δοκιμάζομαι σε, πειραματίζομαι με, εξετάζω, εξερευνώ, εκμεταλλεύομαι, πατάω, καινοτομώ, μετατρέπω, εκμεταλλεύομαι, εξερευνώ σπήλαια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης explorar

εξερευνώ

verbo transitivo (se enveredar para descobrir)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu costumava explorar esses bosques quando era criança.
Όταν ήμουν παιδί εξερευνούσα αυτά τα δάση.

εκμεταλλεύομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
As corporações exploravam sistematicamente seus funcionários até eles criarem sindicatos.
Οι εταιρείες εκμεταλλεύονταν συστηματικά τους εργαζομένους τους μέχρι που εκείνοι δημιούργησαν εργατικά σωματεία.

εξερευνώ

verbo transitivo (investigar)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eu adoro chegar em um lugar novo e começar a explorar.
Μ' αρέσει να γυρίζω σ' άγνωστα μέρη και να εξερευνώ.

εκμεταλλεύομαι, αξιοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O governo trabalhou para encontrar maneiras de explorar apropriadamente seus recursos de petróleo.
Η κυβέρνηση εργαζόταν για να βρει τρόπους να εκμεταλλευτεί τους πετρελαϊκούς πόρους της.

εξετάζω

verbo transitivo (examinar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο ντετέκτιβ εξέτασε όλες τις πιθανότητες.

εξετάζω

verbo transitivo (examinar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο χειρούργος εξέτασε την περιοχή γύρω από το στομάχι για τυχόν ασθένεια.

εξερευνώ τα βάθη

(με γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανακαλύπτω

verbo transitivo (descoberta)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αρπάζομαι από, δράττομαι του, εκμεταλλεύομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εκμεταλλεύομαι

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κοροϊδεύω, κλέβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Alguns restaurantes tentam explorar turistas estrangeiros.
Κάποια εστιατόρια προσπαθούν να κοροϊδέψουν (or: κλέψουν) τους ξένους τουρίστες.

εκμεταλλεύομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu sei que ela é muito generosa, mas você não devia explorar!
Ξέρω ότι είναι πολύ γενναιόδωρη, αλλά δεν πρέπει να την εκμεταλλεύεσαι!

αναζητώ, ψάχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A empresa de mineração está prospectando ouro na região.

εκμεταλλεύομαι, αξιοποιώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O gerente queria explorar o potencial de sua equipe.

ερευνώ, εξερευνώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Oliver e Mary exploraram a área para encontrar um negócio adequado para comprar.
Ο Όλιβερ και η Μέρι έκαναν έρευνα (or: έκαναν αναζήτηση) στην περιοχή για να δουν εάν υπάρχει κάποια κατάλληλη επιχείρηση που μπορούν να αγοράσουν.

παρασιτώ

(figurativo) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάνω αναγνωριστική εκστρατεία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αρμέγω

(gíria, explorar) (μεταφορικά, αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O chefe esfolou os empregados para tirar cada gota de energia deles.
Το αφεντικό άρμεγε από τους υπαλλήλους του κάθε σταγόνα ενέργειας που είχαν.

φεσώνω κπ με κτ, φεσώνω κτ σε κπ

(figurado: explorar alguém por dinheiro) (καθομιλουμένη)

Tamsin sugou dez reais do Paul.

δοκιμάζομαι σε, πειραματίζομαι με

verbo transitivo

Ainda que ela incursionasse na poesia, sua reputação literária era baseada totalmente em seu trabalho como romancista.
Αν και περιστασιακά πειραματίστηκε με την ποίηση, η λογοτεχνική της φήμη βασίστηκε εντελώς στη δουλειά της ως μυθιστοριογράφος.

εξετάζω, εξερευνώ

verbo transitivo (examinar cutucando)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Malcolm explorou a cavidade em seu dente com a língua.
Ο Μάλκολμ εξέτασε την τρύπα στο δόντι του με τη γλώσσα του.

εκμεταλλεύομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Όσοι κάνουν απάτες προσπαθούν να εκμεταλλευτούν τους εύπιστους χρήστες του ίντερνετ.

πατάω

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sua gentileza ingênua está fazendo com que eles pisem em você no trabalho.
Η αθώα φιλική σου διάθεση κάνει τους άλλους να σε εκμεταλλεύονται στην δουλειά.

καινοτομώ

expressão verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μετατρέπω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εκμεταλλεύομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εξερευνώ σπήλαια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Você precisa estar em forma e saudável para explorar uma caverna, já que pode ser uma atividade extenuante.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του explorar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.