Τι σημαίνει το enter into στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης enter into στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του enter into στο Αγγλικά.

Η λέξη enter into στο Αγγλικά σημαίνει εμπλέκομαι, ανακατεύομαι, ασχολούμαι, μπαίνω, καταχωρώ, καταχωρίζω, ξεκινάω, ξεκινώ, λαμβάνω μέρος, εισάγω, καταχωρώ, καταχωρίζω, υποβάλλω, επηρεάζω, εισέρχομαι, μπαίνω, βάζω, τίθεμαι σε ισχύ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης enter into

εμπλέκομαι, ανακατεύομαι, ασχολούμαι

(become involved)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I don't intend to enter into an argument with you about politics; let's agree to disagree.

μπαίνω

transitive verb (go inside) (πηγαίνω μέσα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He entered the house.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το αεροσκάφος εισήλθε στον ελληνικό εναέριο χώρο στις πέντε ακριβώς.

καταχωρώ, καταχωρίζω

transitive verb (fill in, on a form) (στοιχεία σε φόρμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He entered his name on the first line of the form.
Καταχώρησε (or: καταχώρισε) το όνομά του στην πρώτη γραμμή της αίτησης.

ξεκινάω, ξεκινώ

transitive verb (begin membership, participation) (σταδιοδρομία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He entered the medical profession after years of schooling.
Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως γιατρός μετά από χρόνια εκπαίδευσης.

λαμβάνω μέρος

transitive verb (contest: participate)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He decided to enter the contest to see if he could win.
Αποφάσισε να λάβει μέρος στον διαγωνισμό για να δει αν θα μπορούσε να κερδίσει.

εισάγω

transitive verb (data, etc.: type, key in)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Enter the code using the numeric keypad.

καταχωρώ, καταχωρίζω

transitive verb (data: type, key into [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The analyst entered the data into the database.
Ο αναλυτής καταχώρησε τα στοιχεία στη βάση δεδομένων.

υποβάλλω

transitive verb (submit)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Enter your application for admission before the deadline.
Πρέπει να υποβάλεις την αίτησή σου για εισαγωγή πριν τη λήξη της προθεσμίας.

επηρεάζω

transitive verb (influence, factor)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
His eloquence will enter the discussion more than his ideas.
Η ευγλωττία του θα επηρεάσει τη συζήτηση περισσότερο από τις ιδέες του.

εισέρχομαι

intransitive verb (go in) (επίσημο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
You may enter, but please knock first to announce your presence.
Μπορείς να μπεις μέσα, αλλά σε παρακαλώ χτύπα την πόρτα πρώτα για να ανακοινώσεις την παρουσία σου.

μπαίνω

intransitive verb (walk on stage)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The actress enters stage right at the start of the second act.
Η ηθοποιός μπαίνει από τα δεξιά της σκηνής στην αρχή της δεύτερης πράξης.

βάζω

transitive verb (gain membership for [sb]) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The father entered his son in the race.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η μητέρα μου με έγραψε στα μαθήματα κιθάρας.

τίθεμαι σε ισχύ

verbal expression (become law, become active)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The new immigration law passed last week by the legislature, will enter into force January 1st of next year.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του enter into στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του enter into

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.